Παρασκευή, 13 Δεκεμβρίου 2019 13:24

Η Ελένη Παπακώστα συζητά με την Μαρία Ρουκανά-Αμπελά, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της "Η ΖΑΚΥΝΘΙΝΗ ΤΑΒΕΡΝΑ"

Η Ελένη Παπακώστα συζητά με την Μαρία Ρουκανά-Αμπελά, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της "Η ΖΑΚΥΝΘΙΝΗ ΤΑΒΕΡΝΑ"

Γιατί επιλέξατε να γράψετε για την “Ζακυνθινή ταβέρνα”; Ποια ήταν η αφορμή να κάνετε μια τόσο πρωτότυπη έρευνα;  

Το θέμα « Η ΖΑΚΥΝΘΙΝΗ ΤΑΒΕΡΝΑ» δεν άπτεται στις προτιμήσεις των γυναικών   και ίσως ξενίζει ότι ασχολήθηκα με ένα καθαρά αντρικό πρότυπο, τη ταβέρνα στη Ζάκυνθο. Είναι γεγονός ότι από μικρή όταν ερχόμουν στους παππούδες μου, στη Ζάκυνθο  ο νόνος μου ήταν λάτρης της ταβέρνας και θυμάμαι ότι σιγοτραγουδούσε συνέχεια - ήταν μπάσος στη φωνή - και κάθε λίγο πήγαινε στην ταβέρνα, το αιώνιο πρόβλημα της νόνας μου. Τη θυμάμαι να λέει: «Τάση, πάλι στην ταβέρνα θα πας;» Το έναυσμα για τη συγγραφή του σημερινού πονήματος ήταν η προτροπή και η ώθηση  αγαπητού φίλου, του οποίου ο πατέρας ήταν λάτρης και συχνός θαμώνας της ταβέρνας. Εγώ τα άκουγα όλα αυτά, ρωτούσα και μάθαινα. Αργότερα στο πανεπιστήμιο ασχολήθηκα με τη λαογραφία και εντρύφησα αρκετά στις παραδοσιακές ταβέρνες.  Η έρευνά μου κράτησε τρία με τέσσερα χρόνια.  

Πόσο δύσκολο ήταν να συγκεντρώσετε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για να συντάξετε το συγκεκριμένο βιβλίο; Σε ποιους απευθυνθήκατε, ώστε να συνδράμουν στη συγγραφή του;  

Ήταν αρκετά δύσκολη και επίπονη η έρευνά μου. Κατ’ αρχάς έπρεπε να πλησιάσω ηλικιωμένους, θαμώνες και λάτρεις της ταβέρνας. Πραγματικά συνάντησα  λάτρεις, θαμώνες της ταβέρνας, μίλησα μαζί τους, θυμήθηκαν τα παλιά, νοστάλγησαν ωραίες στιγμές και μου κατέθεσαν τις εμπειρίες τους. Περιέγραψαν τις ταβέρνες που σύχναζαν, μάλιστα κάποιοι είχαν οικογενειακές ταβέρνες και θυμόντουσαν, όσα έζησαν. Μάντσιες, αρέκιες, κρασί, βούτες, καταγράφηκαν όπως τα είπαν. Αρκετοί από αυτούς δεν βρίσκονται στη ζωή.  

Τι συμβόλιζε η “Ζακυνθινή ταβέρνα” για την κοινωνία και τους θαμώνες της;  

Η ζακυνθινή ταβέρνα, υπήρξε, ιστορικά, μια ασυνήθιστη «αγορά» της εργατικής λαϊκής τάξης. Ναός καλλιτεχνικής έκφρασης και δημιουργίας (τραγούδι), μνημείο συντροφικότητας και κοινωνικής αλληλεγγύης, η απόδραση από ένα σύστημα καθημερινών και αναπόδραστων αναγκών, ένας αγώνας για το μεροκάματο, θα μπουν όλα στη μέση. Τα φαγητά, ένα κράμα από τοπικές «βούτες», λίπη, σάρτσες, μαρίδες τηγανητές  μαζί με μια φέτα ψωμί και δυο ελιές, αποτελούσαν  το μεσημεριανό του λάτρη της  ταβέρνας. Βέβαια τον  πρωταρχικό ρόλο  για το καλό όνομα της ταβέρνας έπαιζε το καλό κρασί, και η ίδια η προσωπικότητα του ταβερνιάρη. Ψυχή της ταβέρνας είναι ο ταβερνιάρης. Οι περισσότερες ταβέρνες παίρνουν τ’ όνομά τους από το επώνυμο ή το παρατσούκλι του ταβερνιάρη, που είναι και ο άνθρωπος που σφραγίζει την προσωπικότητα της ταβέρνας. Στις συναναστροφές αυτές δεν έλειπαν το χιούμορ, οι μάντσιες , τα πειράγματα, τα γέλια. Ένα μαγικό περιβάλλον, ένας χώρος λαϊκής διασκέδασης, άλλα και ένας τόπος που συμπυκνώνει χαρακτηριστικά δρώμενα του λαϊκού μας αστικού πολιτισμού. Μνήμες γεμάτες φτώχεια, ανέχεια απαιδευσία,  αλλά γεμάτες φως, αγνότητα και συντροφικότητα. Ύψιστο μέλημα, με τη βοήθεια του οινοπνεύματος, του γλεντιού, και της κοινωνικής συναναστροφής να ξεφύγει κανείς από τα επουσιώδη, που τόσο όμως έχουν βαρύνει και σκοτεινιάσει την ζωή μας – «γονατίσαμε από τα πολλά στολίδια», καθώς λέει ο ποιητής – και να επικεντρωθεί σε θέματα πιο καίρια. Σε θέματα καρδίας, συντροφικότητας, αλληλεγγύης, επικοινωνίας και αγάπης. Παλιές όμορφες εποχές γεμάτες πάθος.  

Η σημερινή μορφή της “Ζακυνθινής ταβέρνας” θεωρείτε ότι εμπεριέχει στοιχεία από τις ταβέρνες εκείνης της εποχής;  

Σήμερα βέβαια οι  ταβέρνες αυτές έχουν περάσει στο παρελθόν. Η στροφή της οικονομίας του νησιού στον τουρισμό ευνόησε να αλλάξουν πολλά πράγματα στη Ζάκυνθο. Η  αναπόφευκτη ανάπτυξη αδυσώπητα απομάκρυνε παλιές συνήθειες και παραδόσεις και γιγάντωσε το χάσμα ανάμεσα στην παλιά και τη νέα ταβέρνα. Το τραγούδι χρησιμοποιείται πια σαν ένα προϊόν που θα αποδώσει εάν πουληθεί. Εμφανίστηκαν τραγουδιστές επαγγελματίες επί πληρωμή για να παρουσιάσουν ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα οπότε έχουμε τις κοσμικές ταβέρνες που κατά βάση σερβίρουν φαγητά αλλά και ποτά, οπωσδήποτε και κρασί. Η ταβέρνα αλλάζει εντελώς όψη, φαγητά ποτά, τραγουδιστές, ακροατήριο  και όλα αυτά με χρήματα. Όσον αφορά δε το μουσικό πρόγραμμα πάλι χάρη των τουριστών επιλέγονταν καντάδες και αρέκιες, για να θυμίσουν ένα παρελθόν που έχει χαθεί προς λύπη των νοσταλγών αυτής της όμορφης εποχής.  

Σε κάποιο σημείο του βιβλίου αναφέρετε τις καντάδες και τις αρέκιες. Μπορείτε να μας πείτε εν συντομία για τα δυο αυτά μουσικά είδη, για τις διαφορές ή ομοιότητες που υπάρχουν μεταξύ τους;  

Οι ζακυνθινές καντάδες λέγονται και σερενάτες και είναι το δημοφιλέστερο είδος της έντεχνης επτανησιακής μουσικής. Τα αρμονικά αυτά τραγούδια με την γλυκιά και νοσταλγική μελωδία και τους ρομαντικούς στίχους εξακολουθούν να προκαλούν ιδιαίτερη συγκίνηση. Είναι τετράφωνα και τραγουδιούνται με συνοδεία. Στη Ζάκυνθο οι καντάδες δεν είναι απλή ψυχαγωγία, αλλά εξωτερίκευση του βαθύτερου αισθήματος που εκφράζεται από τους ζακυνθινούς κανταδόρους. Οι καντάδες συνοδεύονταν συνήθως από κιθάρες και μαντολίνα, ενώ συχνά οι παρέες τις τραγουδούσαν και χωρίς τη συνοδεία οργάνων. Οι καντάδες αντανακλούν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της ζακυνθινής ψυχής, ευαίσθητο και ρομαντικό. Κύριο χαρακτηριστικό της  καντάδας αρχικά ήταν η τριφωνία «πρίμο-σεκόντο-μπάσο». Οι  Αρέκιες είναι τα λαϊκά τραγούδια της Ζακύνθου που τα συναντάμε και στα υπόλοιπα νησιά της Επτανήσου. Ένα λαϊκό μουσικό δημιούργημα ανώνυμου συνήθως δημιουργού, αλλά κάποιες φορές και επώνυμου. Ο ιστοριοδίφης Λεωνίδας Ζώης  τη χαρακτηρίζει «λαϊκόν άσμα». Στίχοι και μουσική συνήθως αγνώστων. Οι αρέκιες, τραγούδια με ξεχωριστό μουσικό ύφος, αποδίδονται χωρίς τη συνοδεία οργάνου από τέσσερις φωνές και έχουν ιδιότυπη αρμονία, αφού πολλές φορές η τρίτη φωνή τραγουδά υψηλότερα από την πρώτη. Οι αρέκιες αρχίζουν με μια φωνή (σόλο) και κατόπιν συμπληρώνονται από τις υπόλοιπες φωνές , σύμφωνα με την έμπνευση της στιγμής. Η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στα δύο αντιπροσωπευτικά δείγματα της επτανησιακής μουσικής, είναι ότι η καντάδα τραγουδιέται και απευθύνεται στις γυναίκες, ενώ η αρέκια μιλάει για τις γυναίκες.  

Έχετε μελετήσει τον στίχο των τραγουδιών που τραγουδιούνταν στη “ζακυνθινή ταβέρνα”; Αν ναι, τι αποκομίσατε;  

Οι επτανησιακές καντάδες – γέφυρα και έξοχη ισορροπία ανάμεσα στην ελληνική και την ιταλική μουσική – επηρέασαν όλη την ελληνική μουσική δημιουργία, και κυρίως τραγουδήθηκαν και τραγουδιούνται μέχρι σήμερα. Πάντως είναι γεγονός ότι και η αρέκια και η καντάδα μπορεί να ξεκίνησαν σαν τέχνες ετερόφωτες, μιμητικές ή και να δέχτηκαν τις επιδράσεις του κλέφτικου στίχου ή της κρητικής μαντινάδας. Όμως όλα αυτά τα στοιχεία αναπλάστηκαν στο χωνευτήρι της λαϊκής ζακυνθινής ψυχής. Ο λαός της Ζακύνθου μελοποίησε και τραγούδησε τις χαρές και τα πάθη του, τον έρωτα και την απελπισία με δικό του τρόπο.  

Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου κάνετε μια ιστορική αναδρομή από τους προϊστορικούς χρόνους έως σήμερα για την ιστορία του οίνου. Πώς συνδέεται όλο αυτό με το βιβλίο σας;  

Το κρασί ήταν, είναι και θα είναι το έμβλημα της ταβέρνας, όχι μόνον της ζακυνθινής αλλά και κάθε ταβέρνας. Στην ταβέρνα πίνουμε κρασί, ευθυμούμε, μεθάμε, ξεχνάμε ακόμη και σήμερα το άγχος της ζωής και για λίγη ώρα ξεχνάμε τα προβλήματά μας και είμαστε ευτυχισμένοι. Άρα το κρασί είναι το παν για τους λάτρεις της ταβέρνας και του κεφιού. Μην ξεχνάμε ότι ο Διόνυσος ήταν ο θεός του κρασιού και της ευθυμίας. Το κρασί φέρνει το τραγούδι, τη διασκέδαση, την ξενοιασιά. Πιστεύω λοιπόν ότι για τους αναγνώστες μου ήταν απαραίτητο να έχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της πορείας του κρασιού από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα. Έτσι και εγώ λοιπόν ανέλυσα λεπτομερώς και εμπεριστατωμένα χρησιμοποιώντας τις απαραίτητες  πηγές την δύναμη του οίνου μέσα στους αιώνες και μην ξεχνάμε ότι «οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου».  

Τι είναι αυτό που νοσταλγείτε περισσότερο από τα παιδικά σας χρόνια στη Ζάκυνθο και δεν το συναντάμε στη σημερινή εποχή;  

Νοσταλγώ την γειτονιά μου στους Κήπους, όταν ζούσε ο νόνος και η νόνα μου. Τα παιδικά μου χρόνια γεμάτα ξενοιασιά. Τα θαυμάσια «Σου» γλυκά που τρώγαμε όταν πηγαίναμε στο σινεμά να παρακολουθήσουμε δυο και τρία έργα. Όλα αγνά και όμορφα. Ακόμα και τα φαγητά ήταν τόσο γευστικά. Μπορεί να μην είχαμε πολλά χρήματα αλλά περνούσαμε όμορφα, οι βόλτες στην παραλία με το ποδήλατο μέχρι το Κρυονέρι, το παγωτό που τρώγαμε στην παραλία στον Καλόγηρο σε ποτήρι στα τραπεζάκια που είχε στην παραλία. Περνούσα αγνές, ξέγνοιαστες στιγμές τα καλοκαίρια μου. Θυμάμαι ακόμη το νόνο μου να ρίχνει τα καρπούζια μέσα  στις πηγάδες που ήταν στους Κήπους για να είναι δροσερά. Παιδικά χρόνια γεμάτα αξέχαστες, νοσταλγικές αναμνήσεις.  

Το ρεμπέτικο ως μουσική των λιμανιών, που αντιπροσώπευε κυρίως την εργατική τάξη και τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, άγγιξε καθόλου την “Ζακυνθινή ταβέρνα” ή οι Δυτικές μουσικές επιρροές έμειναν αμετάβλητες;  

Δεν νομίζω ότι παλιότερα έχουμε ρεμπέτικο τραγούδι στη Ζάκυνθο και δεν άγγιξαν την “Ζακυνθινή ταβέρνα”. Τα τελευταία βέβαια χρόνια άνοιξαν κάποια ρεμπετάδικα στο νησί χωρίς όμως να έχουν την ανάλογη ανταπόκριση. Βέβαια σήμερα στα προγράμματα των ταβερνών και των κέντρων διασκέδασης έχουμε ρεμπέτικα τραγούδια.  

Μελετώντας το βιογραφικό σας, διαπίστωσα πως όλο το συγγραφικό σας έργο αφιερώνεται στη Ζάκυνθο (Ιστορία, Λαογραφία). Σκέφτεστε στο μέλλον να γράψετε ένα άλλου είδους βιβλίο, ίσως βασισμένο στην μυθοπλασία;  

Ναι, έχω ήδη στα σκαριά μελλοντικά να γράψω ένα μυθιστόρημα. Προς το παρόν συνεχίζω να ασχολούμαι με τη λαογραφία εφ’ όσον ήδη έχω μια ραδιοφωνική εκπομπή «Τα λαογραφικά μονοπάτια» στον Ερμή που εκπέμπει κάθε Σάββατο. 

 Σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας και για τις όμορφες απαντήσεις σας!  

Για το apostaktirio.gr, 

Παπακώστα Ελένη - Πτυχιούχος Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ. 


 ΜΑΡΙΑ ΡΟΥΚΑΝΑ – ΑΜΠΕΛΑ 

Η ΖΑΚΥΝΘΙΝΗ ΤΑΒΕΡΝΑ (Λίγο πριν και λίγο μετά τους σεισμούς του 1953.) 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ – ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΒΙΤΣΟΣ  

Έτος έκδοσης: 2019 

ISBN:  978-960-438-222-4 

Σελίδες: 320, 

Τιμή: € 15,90  

Σελίδα του βιβλίου: http://periplous.gr/ekdoseis-periplous/2550  

Η ΜΑΡΙΑ ΡΟΥΚΑΝΑ-ΑΜΠΕΛΑ γεννήθηκε στη Ζάκυνθο. Φοίτησε στο Φιλολογικό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Νομική σχολή. Εργάστηκε σε Λύκεια και Γυμνάσια της Ζακύνθου και άλλων περιοχών της Ελλάδος. Επί πέντε έτη ήταν υπεύθυνη Αγωγής Υγείας στην Δ.Δ.Ε Ζακύνθου .  

Υλοποίησε ημερίδες, σεμινάρια στα πλαίσια της Υγείας. Έχει πραγματοποιήσει πολλές ομιλίες και διαλέξεις με θέματα φιλολογικού, φιλοσοφικού, λογοτεχνικού και κοινωνικού περιεχομένου. Πρόεδρος της ΧΕΝ Ζακύνθου, δραστηριοποιείται σε θέματα κοινωνικά και πολιτιστικά. Πρόεδρος και του μουσικού σχήματος “Ορχήστρα Νέων Ζακύνθου”, Είναι ενεργό μέλος επιστημονικών ιστορικών εταιρειών και πολιτιστικών συλλόγων. Επί πλέον αρθρογραφεί σε τοπικές εφημερίδες. Ασχολείται ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική και τη μουσική . Επιμελείται και γράφει τα κείμενα σε ραδιοφωνική λαογραφική εκπομπή με τίτλο “Λαογραφικά Μονοπάτια”.  

Κύρια όμως ασχολία της οι λαογραφικές μελέτες και η έρευνα. Συμμετείχε σε Πανελλήνια Συνέδρια Λαογραφίας και θεμάτων Επτανησιακού Πολιτισμού. Δημοσίευσε λαογραφικές και ιστορικές μελέτες σε επιστημονικά περιοδικά.  

Έχει τέσσερα βιβλία στο ενεργητικό της, τα τρία πρώτα λαογραφικού περιεχομένου:  

“Οι σταθμοί της ανθρώπινης ζωής στη Ζάκυνθο” 

“ Η Ζάκυνθος του χθες και της μαγικής παράδοσης” 

Ζακυνθινά νανουρίσματα |“Στη Βενετιά τα ρούχα σου”και 

“ΟΔΑΖ από το βάθος του χρόνου μέχρι σήμερα”.

 

 

 

 

Read 1678 times

Latest from Παπακώστα Ελένη - Πτυχιούχος Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ.