Η νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Νικολόπουλου είναι απλά όπως θα έπρεπε όλες να είναι. Λιτή, ουσιώδης, ευφυής και γεμάτη μηνύματα. Ήδη από το πρώτο κιόλας ποίημα καταλαβαίνεις ότι δεν σε περιμένει μια εύκολη μάχη. Η αναμέτρηση με τον εαυτό σου είναι δεδομένη διεισδύοντας στα ενδότερα του βιβλίου, γιατί ο Γιώργος ξέρει ακριβώς που πρέπει να χτυπήσει για να σε αφυπνίσει. Διαβάζουμε στο πρώτο ποίημα:


Σε είχα ρωτήσει «Ποιο είναι το νόημα της ζωής;».

Απάντηση δεν πήρα.

Υπομονετικά περίμενα τρεις χιλιάδες χρόνια, καθισμένος στα σκαλοπάτια σου.

Κι’ όταν κάποια στιγμή, απελπισμένος, αποφάσισα να εκφράσω την – δικαιολογημένη – δυσφορία μου για την υπερβολική καθυστέρηση, χαμογέλασες.

«Μάταια περιμένεις απάντηση», μου εξήγησες. «Έχεις κάνει τη λάθος ερώτηση».


Σε κάποια ποιήματα ο Γιώργος Νικολόπουλος ψάχνει να βρει μια ουτοπική απάντηση… Ψάχνει να βρει το νόημα της ζωής. Ενώ σε κάποια άλλα αναζητά τον δρόμο της κάθαρσης, ώστε να μπορέσουμε να αναγεννηθούμε ξανά, ίσως σε έναν κόσμο διαφορετικότερο από αυτόν τον επίπλαστο που ζούμε. Γράφει σχετικά:


«Και η ψυχή μου;» σε ρώτησα. «Τι θα μου δώσεις για να καθαρίσω την ψυχή μου;»

Με κοίταξες απολογητικά. «Δυστυχώς τέτοια προϊόντα δεν έχουμε», μου απάντησες. «Δεν υπάρχει αρκετή ζήτηση»


Στο κορυφαίο, κατά τη γνώμη μας, ποίημα με τίτλο "Οι άλλοι", το οποίο θυμίζει την «κιβωτό» της Βιτάλη, με πόνο καρδιάς ο ποιητής αντιλαμβάνεται πως κάποιοι είναι πλασμένοι για να γυρνάνε μια ζωή τη μυλόπετρα και κάποιοι για να παριστάνουν τ’ αφεντικά!

Πολύ καλό επίσης το ποίημα «Οι ειδήσεις των εννιά» όπου ο ανυπεράσπιστος άνθρωπος ακούει τρομοκρατημένος:


Βία παντού. Τρόμος. Μάνα σκότωσε τα παιδιά της. Γιος σκότωσε τους γονείς του. Εγκληματικότητα. Η οικονομική κρίση. Θα πεινάσουμε. Θα πούμε το ψωμί ψωμάκι. Διεφθαρμένοι πολιτικοί. Σκάνδαλα. Ληστές. Διαρρήκτες. Η βίλα των οργίων. Έρχεται κύμα καύσωνα. Η χώρα σε πύρινο κλοιό. Ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Ποιοι σκότωσαν τον τριανταπεντάχρονο; Που έφτασαν τα spread; Αδίστακτοι τρομοκράτες. Η χώρα στο έλεος του χιονιά. Καίνε την Αθήνα. Κουκουλοφόροι. Που θα φτάσει φέτος το αρνί; Θα πεινάσουμε. Μπαίνουν στα σπίτια μας. Θα πεινάσουμε. Ο Μολώχ της ασφάλτου. Θα πεινάσουμε. Οι Γερμανοί ξανάρχονται. Θα πεινάσουμε.

Ο πρωταγωνιστής του σήμερα, κρυμμένος μέσα στα χαρακώματα του σπιτιού του και χτυπημένος κάθε μέρα από την "υποτιθέμενη" ειδησεογραφία, αδυνατεί ν’ αντιληφθεί πως τελικά ο μεγαλύτερος εχθρός του είναι η ίδια η τηλεόραση!

Τον ποιητή απασχολεί επίσης το θέμα του άδικου ξεριζωμού των ανθρώπων και των περαιτέρω παθών που προκαλεί η προσφυγιά, ενώ μας εκπλήσσει ένα εντελώς ανεξάρτητο για τη συλλογή ποίημα που φέρει τον τίτλο «Το τελευταίο ταξίδι». Εδώ ο ποιητής δείχνει τις ικανότητές του στην παραδοσιακή έμμετρη και ρηματική ποίηση με μια όμορφη θαλασσογραφία που τελειώνει κάπως έτσι:


Μονάχα το ναυτόπουλο εσφούγγισ’ ένα δάκρυ

σαν χάθηκε απ’ τα μάτια του στερνή φορά η στεριά.

Στο τελευταίο ταξίδι σου κανείς δε σε προσμένει,

ξεθώριασαν τα φώτα σου στη μαύρη σκοτεινιά...

 

 


 

«Παράθυρο στα όνειρα» λέγεται η ποιητική συλλογή που λάβαμε από τον Λάσκαρη Ζαράρη, ο οποίος κατοικεί στον Αλμυρό του Βόλου. Διεισδύοντας στα πρώτα ποιήματα θαρρείς πως ο ποιητής επιδίδεται σε μια προσπάθεια αναζήτησης μιας εσωτερικής αλήθειας, της αληθινής ουσίας της ανθρώπινης ύπαρξης. Αναμετριέται με φιλοσοφικά ζητήματα αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό λοιπόν ο Λάσκαρης μέσα από συμπυκνωμένες λέξεις και έννοιες. Η δομή των πρώτων ποιημάτων είναι αρκετά "σφιχτή", ενώ αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην ομορφιά της ζωής και τη μοναξιά, στην ηλιόλουστη μέρα και το σκοτάδι. Στο ποίημά του «Επίκληση ωραιότητας» παροτρύνει εμμέσως τον κόσμο να γυρίσει σελίδα. Να βγει στο όμορφο και ζωογόνο φως. Να αποτινάξει κάθε τι που μπορεί να τον καταπιέζει συναισθηματικά. Κι εδώ ακριβώς είναι που θυμίζει τον ιμπρεσιονισμό. Ενώ αποζητά την έξοδο στη φύση και την ελευθερία, συχνά επιστρέφει σε μοναχικά και "κλειστά" μονοπάτια… Στα πρώτα του ποιήματα επίσης διακρίνεται μια τάση «αυτόματης γραφής» χωρίς ωστόσο να αφήνει εντελώς ανεπεξέργαστες τις λέξεις που έρχονται από το υποσυνείδητό του.

Μια σειρά ποιημάτων του Λάσκαρη είναι αφιερωμένα στον τόπο του, το όμορφο Πήλιο, στο Αιγαίο, στο Ιόνιο και γενικότερα στις ομορφιές της Ελληνικής φύσης. Οι περιγραφές όμως του φυσικού τοπίου είναι άρρηκτα δεμένες με την επίδραση που μπορεί να έχει ο χώρος και ο χρόνος στον ίδιο τον άνθρωπο. Τον αγγίζει η αγνή φύση, που είναι από μόνη της έρωτας, συμβολισμός, κάθαρση. Μέσα στις λέξεις του επίσης πρωταγωνιστεί "η γυναίκα" με όλα της τα χαρακτηριστικά. Σύντροφος, αιθέρια παρουσία, φορέας πόθου αλλά και συχνά στοιχείο ερωτικής απογοήτευσης. Εξερευνά επίσης τους λόγους για τους οποίους οι ποιητές βρίσκουν διέξοδο στη γραφή, αλλά και τις άγνωστες δυνάμεις που περιδιαβαίνουν τη σκέψη τους.

Το δεύτερο μέρος της συλλογής αλλάζει αισθητά και γίνεται για τον αναγνώστη πιο οικείο, αισθησιακό και ονειρικό. Περίτρανα παραδείγματα η «Η απάτη των χρωμάτων» και το «Το βαλς των αισθήσεων» τα οποία και επιλέξαμε να σας παραθέσουμε.


Η απάτη των χρωμάτων


Μια φορά κι έναν καιρό σε μια πολιτεία

ένας μάγος ερωτεύτηκε μια κοπέλα.

Κοιτούσε ώρες τα μάτια της,

ανίχνευε τα συναισθήματα της.

Ολοένα και περισσότερο έβλεπε τα όνειρα της.

Μα στην καρδιά της τα πάντα

γκρεμιζόταν μαζί με την ευτυχία.

Σκέφτηκε ότι κάτι έπρεπε να κάνει γι' αυτήν.

Πήρε το μαγικό ραβδί του κι άρχισε να δίνει

χρωματισμούς στα μάτια της.


Αυτό το σμαραγδί, της είπε,

είναι για να βλέπεις σε όλα την ελπίδα,

αυτός ο τόνος από θαλασσί

να νιώθεις βαθιά τα αισθήματα σου,

με το μελί να απαλύνεις την καρδιά σου

για όσα πράγματα σε πλήγωσαν.


Ένα ωραίο πρωινό ο μάγος κατάλαβε

ότι δεν φτάνει να έχεις ωραία μάτια για να δεις

τα ωραία πράγματα.

Μπορείς να δεις, αρκεί να θέλεις.

 


Το βαλς των αισθήσεων


Μια νύχτα τ' άστρα

μεταμφιέστηκαν σε νεράιδες

και τα όνειρα σου φόρεσαν τις ανάλαφρες

τουαλέτες της νύχτας,

χορεύοντας μαζί σου

το βαλς των αισθήσεων.


Μια νύχτα όλα παραδόθηκαν

στην αρμονία των σωμάτων,

σκιές περαστικές, αντανακλάσεις σκέψεων,

όνειρα ηχηρά, χρωμάτων αλλαγές στα βλέμματα

και στο τοπίο λάμψεις εντυπωσιακές έτρεχαν

να χορέψουν με το σώμα σου

το βαλς των αισθήσεων.


Νύχτα που σκόρπισε με την αύρα της ηδονής

τους καταπιεστικούς ρυθμούς της μέρας

κι έμεινε μόνο η ευτυχία• δροσιά της ζωής

ν' αναβλύζει από τα χέρια σου,

ποτέ δε θα χαθεί από τη μνήμη του σύμπαντος.

 

 

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το κελάρυσμα ψυχής είναι μια ποιητική συλλογή γραμμένη σε ελεύθερο στίχο, στην οποία κυριαρχεί η ωριμότητα, η μεστότητα και το έντονο προσωπικό στοιχείο. Ένα μεγάλο μέρος της συλλογής είναι αφιερωμένο στην έννοια της αγάπης, η οποία δεν έχει πάντα τα ίδια χαρακτηριστικά, αλλά ούτε και την ίδια κατάληξη. Η αγάπη ριζώνει, προδίδεται, πληγώνει, μένει ουτοπική…. Αυτή ωστόσο δεν είναι η μοναδική έννοια που απασχολεί την ποιήτρια. Η Σωτηρία Κυρμανίδου πληγώνεται με την κοινωνική αποξένωση, που επέφερε στο άτομο η σύγχρονη αστική ζωή, με την εγκληματική αδιαφορία κάποιων ανθρώπων, που ωθούν στο θάνατο αθώες ψυχές, με την αδικία που ασκούν οι ισχυροί στους ανίσχυρους αλλά και με θέματα που εντάσσονται στη Διεθνή πολιτική επικαιρότητα.

Η γραφή της, ανάλαφρη και απέριττη, παντρεύει συχνά τα αληθινά στοιχεία της φύσης με κάποια άλλα «φαινομενικά». Αυτή όμως η φυσιολατρική χρήση των πουλιών, των λουλουδιών και των δέντρων δεν περιβάλλεται από την υπερβατική και συμβολική διάθεση, που χαρακτήριζε ανάλογα ποιήματα του Σικελιανού. Είναι αντιθέτως απλή και μεταδίδει άμεσα τα μηνύματα που θέλει. Συχνά όμως η ειδυλλιακή εικόνα του όμορφου τοπίου δίνει τη σκυτάλη της στον συλλογισμό και τον προβληματισμό. Σωπαίνεις μπροστά στα μεγάλα ανθρώπινα εγκλήματα αλλά και τις αιματοβαμμένες πολιτικές των ισχυρών. Το περιστατικό των Τεμπών άγγιξε ιδιαίτερα την ποιήτρια, όπως άλλωστε και όλους μας. Μάνα και η ίδια, πώς να μην εκδήλωνε τη συμπόνια της στις μάνες αυτών των αδικοχαμένων νέων; Και είναι αλήθεια πως η ποίηση ίσως να είναι η μοναδική καλλιτεχνική έκφραση που παρακολουθεί τόσο στενά την επικαιρότητα. Πόσα ποιήματα δεν γράφτηκαν για τον μικρό Άλεξ, για τους βομβαρδισμούς στο Ιράκ, για τους ήρωες πιλότους μας που πέφτουν στο Αιγαίο….

Γράφει λοιπόν για τα Τέμπη:

Κλαίω για σένα παλικάρι μου

που δεν θα δουν τη λεβεντιά σου

οι γεννήτορές σου, οι καθηγητές σου

οι φίλοι σου, εγώ…


Ενώ για τα παιδιά του Ιράκ συμπληρώνει:

Έμεινα γυμνή αμυγδαλιά

μπρος στο θρήνο των μανάδων

μπρος στο γοερό κλάμα των παιδιών…

Μπρος στο ειρωνικό χαμόγελο

αυτού που νομίζει ότι διαφεντεύει

τις τύχες όλων των λαών.


Μέσα από τους στίχους της η ποιήτρια θέτει ορισμένους ηθικούς κανόνες, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τον άνθρωπο να πορευτεί με περισσότερη δύναμη στη ζωή του. Κι αυτό το επιτυγχάνει πραγματοποιώντας μια σύνοψη κάποιων σημαντικών συστατικών, που θεωρεί η ίδια πως πρέπει να χαρακτηρίζουν την ανθρωπινή ύπαρξη. Υπομονή, θάρρος, εγκράτεια, ψυχραιμία….

Το ποίημά της με τον τίτλο «Ξαστεριά» είναι από τα πιο αντιπροσωπευτικά της ποιητικής τέχνης. Ένας πεζογράφος για να αποδώσει την ιστορία ενός ζευγαριού, από τη γένεση του έρωτά του ως την τεκνοποίηση και τις όποιες δυσκολίες επακολουθούν τον έγγαμο βίο, θα χρειαζόταν ίσως και 100 γεμάτες σελίδες! Στο ποίημα αυτό όμως, μέσα σε οκτώ μοναχά στίχους μπορούμε να αντλήσουμε όλες αυτές τις σχετικές πληροφορίες. Διαβάζουμε λοιπόν:


«Ξαστεριά»

Εκεί στο φρύδι του βουνού

ήπια το νέκταρ των χειλιών σου.

Πιο κάτω στις πηγές

βαφτίσαμε τους χτύπους της αγάπης.

Πλάσαμε όνειρα

και τ’ αφήσαμε στις θάλασσας την αγκάλη…

Το ένα κύμα έφερε τ’ άλλο.

Δεν είχε πάντα ξαστεριά!

 

 

 

 

 

Άλλα έργα της Συγγραφέως:

 

 

 

 

 

 

 

 

Μετά από πολλές μέρες που μελετάω αυτήν την ποιητική συλλογή, διαπίστωσα για μια ακόμα φορά πως τελικά όλους μας πονάνε τα ίδια ακριβώς πράγματα. Ένας πληγωμένος έρωτας, μια χαμένη πατρίδα, μια παράλογη κοινωνία.

Ο Αθανάσιος Γανίδης διαίρεσε τη συλλογή του σε τρία μέρη, ενώ το πρώτο περιέχει ποιήματα ποικίλης θεματολογίας. Τώρα θα μου πείτε γιατί ένας νέος άνθρωπος γράφει για το έπος του 1940 ή για την εισβολή στην Κύπρο, τη στιγμή που η ελληνική κοινωνία, των δικών μας παιδικών χρόνων, κάθε άλλο παρά προπαγανδιστικά λειτουργούσε για τα εθνικά μας θέματα. Αντιθέτως θα έλεγα πως ένας υπέρμετρος φιλελευθερισμός επικρατούσε συνήθως και μας ωθούσε στη λήθη. Τι συμβαίνει λοιπόν; Δεν υπάρχει σαφής εξήγηση. Μάλλον κάποιοι μεταφέρουν στο DNA τους τον πόνο, ίσως κληρονομημένο από παλιότερες γενιές…. Κάποτε η επιστήμη θα μας πει….

Το ποίημα «κείμενα κι αισθήματα» είναι ένα καθαρά αυτοαναφορικό ποίημα, εφόσον προσπαθεί μέσω του ίδιου του ποιήματος να μας εξηγήσει ο ποιητής γιατί το έχει γράψει. Μιλάει για τη μάχη που δίνουμε με τον εαυτό μας κατά τη διαδικασία έμπνευσης και γραφής. Σε άλλα ποιήματα δηλώνει προβληματισμένος για το χρόνο που γρήγορα περνά, επικρίνει την κοινωνική αποξένωση και απομόνωση, ενώ ευαισθητοποιείται πολύ με τα δυστυχισμένα παιδιά του κόσμου. Γράφει ενδεικτικά:


….κόσμος ψεύτικος, είδωλα ξεπεσμένα

πρόσωπα χαρούμενα, πρόσωπα θλιμμένα

άνθρωποι μέσα στο πλήθος

ανώνυμοι, άγνωστοι, υπαρκτοί

κι όμως τόσο ανύπαρκτοι…..


Το δεύτερο μέρος περιέχει μια σειρά ερωτικών ποιημάτων με όλες τις οξύνσεις ή τρυφερές στιγμές που χαρακτηρίζουν έναν έρωτα. Χωρισμός, νοσταλγία, μεταμέλεια, πόθος, ελπίδα, απογοήτευση…. Από το πολύ δυνατό «Αλίμονο» διαβάζουμε


….Αλίμονο σ’ όσους, στη λάγνα αυτή ματιά

της καρδιάς τους τις πόρτες

αφύλαχτες αφήσαν.

Αλίμονο σ’ εμένα

που τα χείλη μου δεν δρόσισα

στης λήθης το γλυκό ποτήρι.


Φθάνοντας στο τρίτο και τελευταίο μέρος διερωτάσαι ξανά. Γιατί κάποιος ν’ ανοίξει μια ποιητική ενότητα που ν’ αναφέρεται στο θάνατο; Διαβάζοντας όμως τα ποιήματα Χιροσίμα και Ναγκασάκι ευθύς καταλαβαίνεις. Με πρωταγωνιστή τον ήλιο και στα δύο, προσπαθεί να «ελαφρύνει» την ανθρώπινη τραγωδία, μετατοπίζοντας εύστοχα το κέντρο βάρους. Ίσως η ευγενική του ψυχή να μην θέλει απλά με δύο ποιήματα να τρίψει στα μούτρα της ανθρωπότητας τον αυτοκαταστροφικό της χαρακτήρα…. Κατά την άποψή μας το πιο συγκλονιστικό αλλά και πολύ πρωτότυπο ποίημα της συλλογής είναι το «Ημερολόγιο ενός μελλοθάνατου». Οι τελευταίες στιγμές ενός θανατοποινίτη, ο οποίος αναπολεί τα αγνά παιδικά του χρόνια, τη ζωή που πέταξε με τα λάθη του, την πίκρα που έδωσε στους γονείς του…. Η αγωνία για την εκτέλεση εναλλάσσεται με την αποδοχή του θανάτου, αλλά εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως δεν δείχνει ούτε ίχνος μεταμέλειας! Το μόνο που τον απασχολεί είναι το ποιος τον πρόδωσε! Μ’ αυτό το υπέροχο ποίημα θα κλείσουμε το ταξίδι μας στα «κείμενα και εικόνες» του Αθανάσιου Γανίδη και θα περιμένουμε με ενδιαφέρον την επόμενη συγγραφική του δουλειά.


Ημερολόγιο ενός μελλοθάνατου

 


Κάποιος με πρόδωσε ...

Άραγε ποιος ;

Ποτέ δε θα μάθω .

Μέσα στο πηχτό σκοτάδι της φυλακής σκέφτομαι το σπίτι μου ,

τους πονεμένους γονείς ,

που έσβησαν σαν το ρυάκι καλοκαιρινής μπόρας .

Ο νους σταματά στην κούνια μου .

Εκεί έβρισκα καταφύγιο όταν ήμουν μωρό .

Μια σταγόνα πέφτει στο μέτωπο μου .

Ύστερα κι άλλη .

Ξυπνώ από τον λήθαργο .

Προσπαθώ μάταια να ξεφύγω από τα μαύρα πλοκάμια

του χάρου που με πνίγουν .

Ξημερώνει...

Πάνε μέρες τώρα που σκέφτομαι

( άλλωστε δεν ωφελεί να κάνω και τίποτε άλλο )

το θλιβερό τέλος.

Μετρώ με αγωνία τις ώρες , τα λεπτά .

Ακούγεται ένα τρίξιμο στην πόρτα ...

Ανοίγει...

Έξω θα έχει ξημερώσει για καλά .

Μου σφίγγουν γερά τα χέρια μα δε με νοιάζει.

Περνώ απανωτά τους σκοτεινούς διαδρόμους

και νοιώθω ένα ρίγος να με διαπερνά .

Τέλειωσε ο διάδρομος ...

Τώρα μπροστά μου απλώνεται ο παγερός τοίχος ,

κρυώνω .

Μου δένουν τα μάτια ...