Το «Βάλς της διαστροφής» του Θανάση Παμπόρη είναι ο καθρέπτης της ίδιας της ζωής. Μπορεί ο ίδιος να το ονομάζει μυθιστόρημα, αλλά κάλλιστα θα μπορούσε να είναι μια θλιβερή αληθινή ιστορία του τόπου μας. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη «μαύρη» περίοδο του αδελφοκτόνου εμφυλίου. Ο συγγραφέας καταφέρνει να επιδείξει ουδετερότητα χωρίς ωστόσο να χαρίζεται στις περιπτώσεις που πρέπει να αποδώσει ευθύνες. Γλώσσα γλαφυρή, αφηγηματική ροή που κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση, και εικόνες που πιθανόν να αναδύονται μέσα από βιωματικά στοιχεία. Αποτυπώνει με ευκρίνεια την κοινωνία μιας μικρής επαρχιακής κοινότητας και σκιαγραφεί με επιτυχία τον φόβο στα μάτια των αθώων ανθρώπων.

Ο ήρωας του βιβλίου, Θοδωρής, από θύμα των κακουχιών και του πολιτικού κατατρεγμού, μετατρέπεται έπειτα από χρόνια σε θύτη, με μια στιγμιαία του απροσεξία. Θυμίζει ήρωα αρχαίας τραγωδίας, που η άτη τον σπρώχνει με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή. Ακόμα και η τραγική ειρωνεία είναι υπαρκτή, όταν άθελά του γίνεται ο «μοιραίος συντελεστής» για κάποιο πρόσωπο που έπαιξε καίριο ρόλο στη ζωή του… Στο τέλος οι ερινύες τον βασανίζουν υπενθυμίζοντάς του πως ό,τι κι αν έγινε τουλάχιστον αυτός ζει, ενώ όσοι τον βοήθησαν να κρατηθεί στη ζωή έχουν χαθεί για πάντα…. Η ψυχολογική του φόρτιση μεγάλη: να ζήσει με τις αναμνήσεις ενός σκοτεινού παρελθόντος ή να ατενίσει το μέλλον με την ελπίδα που σαν σπίθα εμφανίζεται μέσα απ’ τα μάτια της όμορφης νοσοκόμας;

Το «Βάλς της διαστροφής» είναι τελικά ένα έξοχο και αληθινό έργο που θα θέλαμε ειλικρινά να είναι λίγο μεγαλύτερο…

 

 


Αλέξανδρος Ακριτίδης

«Μικροί ναοί στο κύμα» ονομάζεται η ποιητική συλλογή της Βασιλικής Εργαζάκη. Ήδη από τον τίτλο ακόμα προσπαθεί να μας τραβήξει την προσοχή, ενώ βήμα βημα μας εισάγει σε έναν κόσμο γεμάτο μεταφορές και υπερρεαλιστικά στοιχεία. Ο αναγνώστης νιώθει τις αισθήσεις του να καταπραΰνονται έχοντας γίνει συνεπιβάτης σε ένα ειδυλλιακό ταξίδι γεμάτο λυρισμό, αισθησιασμό και φυσιολατρικούς στοχασμούς. Σχεδόν ονειρικές καταστάσεις, θα έλεγα, που εξυμνούν τη θάλασσα, τον ουρανό, την αρχαία κληρονομιά μας. Ονειρικά είναι και τα ταξίδια που πραγματοποιεί σε τόπους άγνωστους μα λυτρωτικούς κάτι σαν τη γη της επαγγελίας. Υπήρχαν σημεία που νόμιζα πως θα δω ιέρειες να ψέλνουν μυστηριακούς ύμνους αφιερωμένους στον ζωοφόρο ήλιο ή στη γονιμότητα της γης και που εναρμονίζονταν άμεσα με τις ποιητικές κατευθύνσεις του Άγγελου Σικελιανού. Υπήρχαν όμως και σημεία που η ποιήτρια εγκατέλειπε τα επουράνια και γινόταν πιο στοργική, πιο προστατευτική, όπως τα Φωτερά περάσματα, που νοσταλγικά ξεδιπλώνει τη μορφή και το ρόλο ενός πατέρα.


Σε φωτερά περάσματα
Σε μονοπάτια ανάμεσα στις πέτρες
Και τα λιόδεντρα

Σε βρίσκω

Να μοχτείς για την Αλήθεια

Το άρωμα σου στα πρώτα μου κύτταρα
Απ' τη σοδειά σου τα φτερά
Και τα τραγούδια των πουλιών
Στα παραμύθια.

Γυμνά προβαίνουν τα βουνά
Και αναφύονται γίγαντες
-Ποιος θα παλέψει πάλι με το Φόβο;

«Παραμύθια...» μου λες

«Δεν υπάρχουν οι γίγαντες

Προβολές της σκιάς είναι μόνο»

Ρίχνεις μια σπίθα στη νυχτιά
Κι επιστρατεύονται οι άνεμοι
- Ποιος θα κερδίσει το παιχνίδι με το φόβο;

«Η Αλήθεια!
Η Αλήθεια...» μου λες
Και υποκλίνεσαι

Σε μια πέτρα που αγκάθι φυτρώνει

«Η Αλήθεια» μου λες
Και ορκίζεσαι
Πως στο αγκάθι ένα ρόδο μεστώνει

Δυτικά της φωτιάς.

Εκεί
Στα φωτερά περάσματα της αγωνίας σου
Ελευθερώνεις τη δύναμη

Και δυνατός

Περνάς στο φως

Άφοβο Φως!

Ιχνηλατώντας λίγο πιο πέρα
Την Ύπαρξη.

 

Το παραπάνω ποίημα έρχεται να ταυτιστεί εμμέσως σε ένα άλλο ποίημα, με τίτλο Προκρούστης, καθώς αναφέρεται στις φοβίες που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος, από την παιδική του ακόμα ηλικία. Η ποιήτρια μας υπενθυμίζει πως συχνά οι φόβοι μας γεννιούνται μέσα στη ίδια μας την σκέψη κι ότι πάντα οφείλουμε να αναζητούμε την εναλλακτική φυγή από αυτούς…


Ο γίγαντας που με καρτέραγε

χαμογελούσε

-Πως είχε κουμπωμένο το πουκάμισο

δε σ' ενοχλούσε;


Που τον απάντησα πρόθυμος φάνηκε

να με φιλέψει

-Σφιχτά πως έκλεινε τις άδειες χούφτες του

το 'χες προσέξει;


Ό,τι περίσσευε αμέσως το 'κοβε

και το πετούσε

-Κι ό,τι του έλειπε απλά το άρπαζε

και δε ρωτούσε.


Στενό το πέρασμα, δύσβατη κι άγρια
ετούτη η θέση

-Πώς έτσι η άγνοια της ιστορίας

σ' έχει παιδέψει!


Ήλιε μου πρόβαλε, φτερούγες μέσα μου

να ξεδιπλώσω

-Πάνω απ' τα πέλαγα με το ξημέρωμα

θα σ' ανταμώσω.


Γλάρε λευκόφτερε, ποια η αλήθεια μου

και ποιο το ψέμα;

-Δες πως ενώθηκαν όλα τα χρώματα

μέσα στο ένα.


Κι ο γίγαντας που με καρτέραγε

κάπου στη σκέψη;

-Ο φόβος ήτανε κι όλη τη δύναμη

σου είχε κλέψει


Μια άλλη παράμετρος αυτής της ποιητικής συλλογής είναι η τάση για "πέταγμα", είτε στην υπερκόσμια πραγματικότητα, είτε σε πτήσεις που ο κόσμος να μοιάζει με ζωγραφιά στα μάτια του αναγνώστη. Άλλοτε το ρόλο αυτό αναλαμβάνει ένας γλάρος, άλλοτε η φαντασία... Γεγονός είναι πως αυτή η στάση της ποιήτριας αναδύει μια τάση φυγής. Μια προσδοκώμενη διέξοδο... Μήπως τελικά η ίδια ποίηση είναι η διαφυγή της; Ωστόσο, η Βασιλική Εργαζάκη δεν χάνει το κουράγιο της και παροτρύνει και τους άλλους να πράξουν το ίδιο. Πιστεύει πως ακόμα κι αν αλλάξουν όλα γύρω μας, ακόμα και αν οι παιδικές μας μνήμες αρχίζουν να εξαϋλώνονται, εμείς οφείλουμε να κρατάμε ανοιχτό το παράθυρο της ζωής μας. Μπορούμε και έχουμε το δικαίωμα να ελπίζουμε…

Άφησα ανοιχτό το παράθυρο
που πρωταντίκρισα
την απεραντοσύνη

Για να διαβαίνουν τα πουλιά με τα μηνύματα
και τα χλωρά κλαράκια της ελιάς

Διάλεξα μιαν ευχή
και
έγραψα στο πρεβάζι του
με διψασμένα γράμματα
τη λέξη «α λ ή θ ε ι α»

Πέρασαν τα πουλιά
πέρασε κι ο καιρός

Προχώρησε η ζωή
προχώρησαν οι άνθρωποι

Η γειτονιά μας άλλαξε
Το δέντρο στην αυλή μας
δεν υπάρχει

Μα εκείνο το παράθυρο
κρατήθηκε ανοιχτό

Για τη ζωή
Για τη φυγή

Για το εσώτερο απάνθισμα του ανθρώπου


Διαβάζει ακόμη

τις εικόνες που περνούν

και το μελάνι ασάλευτο

γράφει σε κάθε μιας την οροφή

τη λέξη «αλήθεια»


Γενικά η ποίηση της Βασιλικής Εργαζάκη κρατάει θετική στάση για τη ζωή και απορρίπτει τις θλιβερές εικόνες. Τα λιγοστά σημεία απογοήτευσης σχεδόν συνθλίβονται μέσα στον πλούτο του ορατού κόσμου και στα απόκρυφα μηνύματα που αυτός μεταδίδει στην ανθρώπινη ύπαρξη. Με την «ώρα σιωπής» δίνει την ύστατη πάλη με τη θλίψη και σαλπίζει τον ερχομό της ελπίδας…

-Κι όμως

Υπάρχει μέσα σου ένα κομμάτι ήλιος

-Σώπασε...

Ήταν η ώρα της θλίψης

Του πανικού και της αποδυνάμωσης

Τα δάκρυα ψηλάφισαν την ομίχλη

Η ατραπός ξεπέρασε τα χαλάσματα.

-Κι όμως

Υπάρχει μέσα σου ένα κομμάτι ήλιος

Απείραχτο στη θύμηση πως κόπηκε απ' το φως

-Σώπασε...

Η προσευχή αλαφρωμένη στον ουρανό κατευθύνεται

Κι ας είναι ακόμη νοτισμένη

Από βροχές ανομημάτων και τύψεων

Κι ας είναι ακόμη τυλιγμένη

Στις εντολές που άφησε πίσω του ο φόβος.

-Κι όμως

Υπάρχει μέσα σου ένα κομμάτι φως!

Αγέραστα, ψηλά βουνά στην αγκαλιά του απείρου
Που πάνω σας το σύννεφο τη θλίψη του ακουμπά
Λιώστε το πάγο της δυσπιστίας μου
Ελευθερώστε τα αλυσοδεμένα μου όνειρα
Δώστε πηγές να ξεδιψάσουν τα πουλιά

Να ξεδιπλώσει ο αετός τις φτερούγες του
Και να βρεθεί στα ύψη

Αμάραντα να στρώσει στα μαλλιά της Βερενίκης
Και να κριθεί ο Ήλιος νικητής

Να αστράψουν τα πετράδια της γης και οι θάλασσες
Να τελεστεί το μυστήριο

-Σώπασε...

-Να τελεστεί το μυστήριο

Στους ανοιχτούς ροδώνες της καρδιάς.


Πραγματικό μυστήριο αποτελεί και ο τίτλος του βιβλίου. Ποιοι είναι τελικά οι μικροί ναοί στο κύμα; Στο ποίημα με τον τίτλο «όνειρο» ο αναγνώστης αφήνεται μόνος του ν’ αποφασίσει. Να ‘ναι τα καράβια; Να ‘ναι η αντανάκλαση του φωτός στη θάλασσα; Να ‘ναι ένα ξωκλήσι; Ή απλά μια προσωπική της φαντασίωση; Στο ποίημα «χορογραφία» η ταύτιση ναού - καραβιού μοιάζει να οριστικοποιείται, αλλά στο ποίημα «γαλήνη των καιρών» ένιωσα τα συμπεράσματά μου να "ακυρώνονται" μιας και ο μικρός ναός επέστρεψε στην πραγματική του σημασία… Τελικά το κατάλαβα… Οι μικροί ναοί στο κύμα είναι απλά μια ιδέα! Η ύστατη προτροπή στον εφήμερο άνθρωπο προκειμένου να αφεθεί μέσα στις δυνάμεις του σύμπαντος που τον φιλοξενούν. Μια θάλασσα που μετατρέπεται σε καθαρτήριο, τόπο λύτρωσης, διαφυγής και αναζήτησης. Ας κάνουμε λοιπόν αυτό το ταξίδι όσο μπορούμε πιο γρήγορα, γιατί όπως σωστά υπενθυμίζει η Βασιλική Εργαζάκη,


Κι ως να σταλάξει η αμφιβολία τη γνώση της

Ως να ανοιχτούν τα μάτια της ψυχής

Περνάς βιαστική

Και σε λένε νεότητα

 


Αλέξανδρος Ακριτίδης

«Σε ρυθμό βροχής» ονομάζεται η ποιητική συλλογή της Γεωργίας Παπαδαρατσάκη από τα Χανιά. Είναι φανερό πως η ποιήτρια, όσον αφορά τη μέθοδο γραφής και την αισθητική, δεν επιθυμεί έντονες λεκτικές διακυμάνσεις και ποικιλομορφία θεματικών. Για παράδειγμα το μοτίβο της θάλασσας χρησιμοποιείται εντατικά μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, όντας απόλυτα εναρμονισμένο με τη ζωή της κρητικιάς ποιήτριας. Κατ’ αντίστοιχο τρόπο εργάζεται πάνω σε εκφραστικά μονοπάτια από το σύνολο του φυσικού και ουράνιου κόσμου. Όλα αυτά βεβαίως είναι περίτεχνα κεντημένα πάνω σε μια αναδυόμενη μελωδικότητα ή καλύτερα μουσική υπόκρουση, που θαρρείς πως από κάπου διαπερνά τα παραθύρια και εισβάλει στη σκέψη σου….

Ερωτική διάθεση, πελαγίσια αύρα, ωριμότητα, νοσταλγία, στοργικότητα, αναπόληση της παιδικής ηλικίας και μάλιστα με ένα αυθόρμητο αίσθημα ευθύνης να πλανάται γύρω από εκείνη την περίοδο της ζωής της. Συχνά όλοι μας, μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας περισσότερο, έχουμε τα ίδια ερωτηματικά για τους δεσμούς που αποκόψαμε με πράγματα και πρόσωπα της παιδικής μας ηλικίας. Αρκεί ωστόσο να εμπεδώσουμε το προφανές, πως όπως εμείς αφήνουμε κάτι έτσι και κάτι αφήνει εμάς… Είναι αμφίδρομες λοιπόν οι ευθύνες….


…..Το δεντρολίβανο, πίσω απ' τη γούρνα την παλιά

φλερτάρει με το νοτισμένο αγέρα

κι οι καλλιστήμονες κλείνουν

μέσα στις φλέβες τους

ένα βουερό μελίσσι.

Οι αγαπημένοι μου ιβίσκοι! Κάποτε

τα λευκά και κόκκινα άνθη τους

ταίριαξαν ωραία στα μαλλιά μου.

Μοιραίοι σύντροφοι των παιδικών μου χρόνων

σας εγκατέλειψα, την ώρα που αρνήθηκα

τρεις φορές τον εαυτό μου.

Να και η μικρή μου ροδιά! Έδεσε

περισσότερους καρπούς εφέτος.

Σε λίγο θα κόψω τα πρώτα μου ρόδια

να στα δώσω να τα βάλεις στο πιάνο σου.

Στα ξεχώρισα, ξέρεις. Είναι απ' αυτά

που φέρνουν χαρά.


Εξαίρεση για το ύφος της συλλογής αποτελεί το ποίημα με τον τίτλο «Ιχνηλασία». Η ποιήτρια περιγράφει μια στιγμή ηρεμίας ανάμεσα σε πολεμικές επιχειρήσεις, όχι όμως με τη συναισθηματική "αποστασιοποίηση" μιας έμπειρης πολεμικής ανταποκρίτριας. Αντιθέτως, ακόμα και αυτή τη δύσκολη χρονική συγκυρία, προσπαθεί να την "περιτυλίξει" με ένα πέπλο νηνεμίας, αγαλλίασης κι ελπίδας… Ίσως πονάει για το γεγονός ότι καλείται ως καλλιτέχνιδα, από το υποσυνείδητό της, να αποδώσει στιγμές σαν κι αυτή… Όμως δυστυχώς η ποίηση μιμείται πάντα τη ζωή και ο πόλεμος δεν παύει να είναι ένας από τους δύσκολους δρόμους της….


Το βράδυ αυτό οι εχθροπραξίες σταμάτησαν.

Μια ριπή χαράς σφυρίξει ανάμεσα στις έννοιες.

Τα βόλια κλείστηκαν ερμητικά σ' ένα μικρό φιαλίδιο

γεμάτο έκρηξη απελευθέρωσης.

Στους προμαχώνες, η νύχτα τεντώνει τις χορδές

του φεγγαριού, αποκαθιστώνταδ το τραγούδι.

Οι εθελοντές συλλογίζονται σταυροπόδι στους

καταυλισμούς.

Το χώμα είναι διάστικτο από επιθυμίες.

Αντιστέκονται στα θέλγητρα τους. Καμιά φορά σκύβουν

για να σβήσουν το τσιγάρο τους

μέσα στο τασάκι της γης.

Το τραύμα του πολέμου είναι διαμπερές.

Απ' άκρη σ' άκρη φαίνεται η ψυχή.

Ο εχθρός είναι μέσα τους ή σ' ένα τρένο με τραυματίες.

Προσπαθούν να παρατείνουν τη ζωή τους.

Αύριο, λένε, αύριο μπορεί να 'ναι το τέλος.

Το τέλος μοιάζει με τη νύχτα. Βλέπουν ολοένα

λιγότερες ατραπούς.

Πρώτος ο ηνίοχος δαφνοστεφανομένος

ανιχνεύει τις αναστολές

και κόβει τους ώριμους καρπούς των Εσπερίδων.

Πίσω του οι άλλοι, μόλις που προφταίνουν

να μαζέψουν τις μνήμες

απ’ το δέντρο του πολέμου

που φυλλοροεί

 


Αλέξανδρος Ακριτίδης

Δεν ξέρω ποια άγνωστη δύναμη με ώθησε σχεδόν ξημερώματα ν’ αποφασίσω να διαβάσω ποίηση. Αν και στιγμιαία πήγα να αναιρέσω την αρχική μου απόφαση, εντούτοις μέσα μου γνώριζα πως εκείνη την ώρα υπήρχε η ιδανική ησυχία που ήθελα. Άνοιξα τον «Κύκλο ακαθόριστου διαμέτρου» του Αριστοτέλη Φράγκου και σελίδα με τη σελίδα οι αισθήσεις μου άρχισαν να ξυπνάνε περισσότερο. Πόσο όμορφο και συνάμα σπάνιο να ανακαλύπτεις οξυδέρκεια στη γραφή. Να θίγεις αυτά που σε απασχολούν με τρόπο που η μεταδιδόμενη συνειρμική εικόνα να σφηνώνεται στο μυαλό του αναγνώστη για πάντα. Σ’ αυτό το χρονικό σημείο ωστόσο γεννήθηκε για τον υποφαινόμενο κι ένα άλλο πρόβλημα. Τι να πρωτοπαρουσιάσεις από μια συλλογή ποιημάτων και πεζών κειμένων, η οποία σου κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον ως το ξημέρωμα;

Συνοψίζοντας τα συμπεράσματά μου από την ποίηση του Αριστοτέλη Φράγκου, διέκρινα μια ωριμότητα στη γραφή αλλά και μια, σχεδόν επιδερμική, τάση διδακτισμού. Τα επιδιωκόμενα μηνύματα πολλά. Κρίση κοινωνικών σχέσεων, οικολογία, προβληματισμός για την πολιτισμική "κατηφόρα" από την αρχαιότητα έως σήμερα, φθορά αξιών, έπαρση προσώπων, μεταθανάτιος ζωή, νοσταλγία για άτομα που έχουν φύγει…

Το πρώτο ποίημα που μου τράβηξε την προσοχή είναι το «Θαύμα θαυμάτων»:


Πήρα βόλτα

τα μάρμαρα του ιερού βράχου


Ο ουρανός

κουστούμι κυριακάτικο

κράταγε,

καιρού ίσο


Η πλάτη

των πνευμόνων μου

βαριά ανάσα


Η Ακρόπολη

μεσημεριανό ίσκιο


Είπα να φωτογραφήσω

τον ενθουσιασμό μου

να θυμάμαι


Ωστόσο μετάνιωσα


Να βλέπω τι; Εμένα;

Ένθετο ιεροσυλίας;

Ή το αέναο θαύμα θαυμάτων

γιουσουρούμ μπαξέ;


Θα κρυφτώ

δέντρο θα γίνω

ένα του δάσους


Αλί! Με τον τόπο μου

κάτι δεν πάει


Απαράλλαχτη περίπτωση

του Κρόνου


Δεν με παραξένεψε διόλου η θλίψη του ποιητή να αντικρίζει την Ακρόπολη και την ευρύτερη περιοχή της έρμαια της εμπορευματοποίησης και της πολιπολιτισμικότητας. Ήμουν βέβαιος μάλιστα, διαβάζοντας από το βιογραφικό του ότι είχε για δέκα χρόνια ζήσει στη Γερμανία. Οι Έλληνες του εξωτερικού έχουν συνήθως στην καρδιά τους μια άλλη ιδεατή εικόνα για τη χώρα τους. Μια Ελλάδα φορέα του περίτρανου αρχαίου πολιτισμού. Και συχνά όταν αντικρίζουν από κοντά όλα αυτά τα «κακώς κείμενα» αυτή η εξιδανικευμένη εικόνα καταρρέει. Άραγε είναι μόνο η Ακρόπολη το πρόβλημα ή η γενική ανοργανωσιά που συνάντησε ερχόμενος από ένα πλήρες οργανωμένο κράτος;

Ένα άλλο σπουδαίο και ευφυές ποίημα είναι «το τατουάζ» και θα εξηγήσω ευθύς τι εννοώ… Η "ωχρή" καθημερινότητα οδηγεί τον πρωταγωνιστή σε ένα φαντασιακό στοχασμό με αφορμή το τατουάζ στο χέρι ενός ανθρώπου, πιθανόν ναυτικού. Οι τελευταίοι τρεις στίχοι καταδεικνύουν ότι ο ήρωας παρόλο τον στιγμιαίο συνειρμό και την υποβόσκουσα τάση φυγής συνεχίζει ν’ αρνείται την πραγματικότητα. Το τατουάζ επιστημονικά αποτελεί κώδικα αναγνώρισης μιας συμβολικής ταυτότητας. Γνωρίζουμε επίσης ότι αυτού του είδους οι ταυτότητες μπορούν να φέρουν σε επικοινωνία άτομα με διαφορετική προέλευση ή γλώσσα. Και εν μέρει αυτό πετυχαίνει το ποίημα «τατουάζ». Μονό που αντί η επικοινωνία με τον άγνωστο να επιτευχθεί μέσω του διαλόγου, πραγματοποιείται οπτικά – φαντασιακά μέσω του σώματός του!...


Στο περίπτερο της πλατείας

οι εφημερίδες τα νέα τους

με μανταλάκια


Το καφενείο

χρέωνε τον καφέ όχι την καρέκλα


Αδελφοποίησα

τις τζούρες του σκέτου

στο οικοσύστημα

των αισθητηρίων μου


ενόσω το τσιγάρο μου

καύτρα κεφάλι

έκαιγε σαδιστικά

τα σωθικά του


Εντελώς ασυναίσθητα

το βαπόρι απέναντι

ξύπνησε όρεξης ταξίδια


Η επιθυμία

της απόφασης ταχύτερη

έτρεχε το κατάστρωμα


«ΜΑRATUGA το λένε»

με έκοψε ο δίπλα


Δεν απόρησα που το λένε

Απόρησα πώς έσερνε ένα χέρι

ολόκληρο μεγαθήριο


Δεν θέλω να σας κουράσω άλλο. Θα έπρεπε με λεπτομέρειες να αναφερθώ στα ποιήματα «καιροί δίσεκτοι», στο προφητικό για το ευρώ «αναλλοίωτο» και σε πολλά άλλα. Μάρτυς μου ο Θεός, αλλά πριν να το ομολογήσει κάπου ο ίδιος, είχα αντιληφτεί την έμμεση επικοινωνία μεταξύ ποιημάτων. Από τις αστικές σκηνές, του ποιήματος «με το φως της ημέρας» βρίσκεις διαφυγή στη θάλασσα του «τατουάζ». Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τα αντικριστά ποιήματα «Αλληγορικό ολόγραμμα» και «αγαπώ αυτό που είσαι». Το «ένα ποίημα που δεν βρίσκω» σε οδηγεί στο «κατά δικό μου ποίημα», το οποίο με τη σειρά του σε παραπέμπει σε ένα πεζό κείμενο του τέλους….

Στα ύστατα σχόλια μου θα αναφέρω απλά ότι ο έρωτας για τον ποιητή είναι υπαρκτός, αλλά όχι με τη χροιά ενός ενθουσιώδη νέου, αλλά με τη νοσταλγία ενός έμπειρου ανθρώπου. Δεν παύει εμμέσως να τον φιλοσοφεί, όπως κάνει άλλωστε και με την παιδεία, τη θρησκεία, την παγκοσμιοποίηση, την πορεία του κόσμου. Μιλάει για τη γενιά που πρέπει επιτέλους ν’ αφήσει τη σκυτάλη στους νέους…

Θα κλείσω με ένα ποίημα αριστούργημα που δεν απαιτεί περαιτέρω αναλύσεις. Αφήνεται στην κριτική ικανότητα του αναγνώστη…


Η ταυτότητα


Λένε

ο παράδεισος είναι μακρύτερα

της σκέψης

Να πας εκεί

θέλει ν' αφήσεις το σώμα σου

στη γη. Ενέχυρο


Μα έτσι άϋλος καθώς θα είμαι

δίχως εκείνα τα περίεργα

που έχω στο πρόσωπο σημάδια

πώς θα με γνωρίσουν

οι συγγενείς οι φίλοι

Εγώ πώς θα ξέρω

αυτοί που γύρω μου

εξαερωμένοι περιφέρονται

είναι οι τάδε γνώριμοι;


Ωστόσο, με πάσα επιφύλαξη θα πρότεινα

και προκειμένου να αποφύγουμε τη σύγχυση

Στο μέλλον

να έχουμε μαζί μας. Απαραιτήτως

ταυτότητα

με έγχρωμη της εποχής φωτογραφία

 


Υ.Γ. Τελικά άξιζε το ξενύχτι….

Αλέξανδρος Ακριτίδης

Ξεφύλλισα δυο φορές την ποιητική συλλογή της Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη με τίτλο «Νεκρές Θάλασσες» περισσότερο για να κατανοήσω πλήρως τον προσδιορισμό "νεκρές" παρά την καθαυτό "θάλασσα" που καταβρέχει κάθε σπιθαμή αυτού του βιβλίου. Πώς γίνεται ένας άνθρωπος να αγαπάει τόσο πολύ τη θάλασσα και από την άλλη να τη χρησιμοποιεί ως εκφραστικό μέσο για να παραθέσει τους προβληματισμούς του; Η απάντηση κρύβεται στις ίδιες τις λέξεις. Και για να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς ανάλογη ορολογία, ως ποιήτρια η Άρτεμις, χρησιμοποιώντας το αισθητήριο σόναρ της, βλέπει λίγο βαθύτερα όλα εκείνα που μοιάζουν για πολλούς ρηχά ή επιφανειακά.

Θα σας εξηγήσω ευθύς τι εννοώ. Για την ποιήτρια η θάλασσα και οι αμμουδιές της είναι ένας πιθανός τόπος όπου μπορεί να γεννηθεί ή να σβήσει ένας έρωτας. Είναι το μέρος που συχνά από εγκληματικές ανθρώπινες αμέλειες χάνονται συνάνθρωποί μας. Είναι η κύρια μεταναστευτική δίοδος για την είσοδο στην Ευρώπη (επίπλαστη γη της επαγγελίας) αμέτρητων κατατρεγμένων ανθρώπων. Κι εφόσον αναφερόμαστε στη δική μας Μεσογειακή θάλασσα, αυτή δεν διαχωρίζει την ευημερία του Δυτικού κόσμου από τη φτώχια του Αφρικανικού;


Πέρα από τη θάλασσα
στη μεριά του Τρίτου κόσμου
είδαμε
το Βρέφος
να σκαλίζει τη γη με τα χέρια τού­
δε βρήκε τίποτα
τότε τα δάχτυλα του
άρχισαν να μακραίνουν
έφτασαν στον ουρανό
κι άδραξαν τα σύννεφα.


Σ’ αυτή τη δεύτερη ανάγνωση ωστόσο έκανα και μια άλλη διαπίστωση. Σχεδόν ισομερώς με τη θάλασσα η Άρτεμις έντεχνα χρησιμοποιεί στοιχεία όπως ο ουρανός, τα αστέρια, οι μετεωρίτες, ο ήλιος ή το σύμπαν γενικότερα. Κι αν η θάλασσα αποτελεί τον χειροπιαστό σταθερό συντελεστή ενός ποιητικού δημιουργού τότε όλη αυτή η "ουράνια" διάσταση δηλώνει κάτι το ονειρικό, το άγνωστο, το ζωοποιό, που αγκαλιάζει τις ελπίδες του κόσμου. Ναι εκεί ψηλά, στην άγνωστη πραγματικότητα, πολλές φορές εναποθέτει τις ελπίδες του ο ερωτευμένος, ο φτωχός, ο φυλακισμένος, ο μοναχικός, ο άνθρωπος που ακόμα ονειρεύεται…


Καράβι το σώμα μας

αρμενίζει στη θάλασσα του μυαλού

ενώ η ψυχή μας

δουλεύει αγόγγυστα

στα ναυπηγεία

του σύμπαντος.


Ένα άλλο στοιχείο που δεσπόζει στην ποιητική συλλογή είναι η άρρηκτη σύνδεση της θάλασσας με την ελληνική μυθολογία. Μόνο που κάθε αναφορά σ’ αυτήν είναι μία έμμεση μομφή για τη σημερινή κοινωνία.


ΚΙΡΚΗ 1

Γλυκιά βασίλισσα! Το ξέρουμε πως είμαστε γουρούνια.

Μάγεψε μας και κάνε μας ανθρώπους!


Πράγματι η Άρτεμις μέσω της ποίησής της επιδιώκει να καταδείξει όλα τα αρνητικά που χαρακτηρίζουν σήμερα την ανθρώπινη ύπαρξη. Απληστία, αλληλοσπαραγμός, κατάπτωση, ανούσιοι στόχοι, άγνοια του πόσο εφήμεροι είμαστε….


Είμαστε όλοι

μετανάστες

σ' αυτή τη γη.

Μερικούς

τους ξέβρασε η θάλασσα

σε χρυσαφένια αμμουδιά

κι ο ήλιος

ξασπρίζει τα κόκαλά τους

με δέος.


Θα κλείσω αυτόν τον σχολιασμό με ένα ποίημα αρκετά επίκαιρο στις μέρες μας. Το πολιτικό μήνυμα είναι σαφέστατο και έχει να κάνει στο πρώτο του μισό με αυτούς που αγωνίζονται κατά μέτωπο και πέφτουν ηρωικά, όπως ο αδερφός του Αισχύλου Κυναίγειρος. Στο δεύτερο μισό ωστόσο, η ποιήτρια θίγει όλους όσους έπεσαν χωρίς να καταφέρουν ν’ αντιδράσουν, ίσως αποσβολωμένοι από τα τόσα ψέματα που κάποιοι γέμισαν το μυαλό τους… Οι συσχετισμοί είναι απολύτως εύστοχοι στις μέρες που διανύουμε.


ΚΥΝΑΙΓΕΙΡΟΣ


Όταν αρπάχτηκες

στο εχθρικό καράβι

άρχισαν από τα χέρια

κι έκοψαν τελευταίο

το κεφάλι σου


Εμάς, μας έκοψαν το κεφάλι πρώτο

για να μη γνωρίσουμε

ούτε για μια στιγμή

από πού ήρθε το καράβι

ποιος το κυβερνάει

και ποια η ρότα του.


Υπάρχει όμως κι ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο στο παραπάνω ποίημα. Διακρίνεται η τριών χιλιάδων αδιάκοπη ελληνική ποιητική παραγωγή, η οποία καυτηριάζει καταστάσεις που θαρρείς δεν αλλάζουν ποτέ σ’ αυτόν τον τόπο….

Διαβάζουμε σχετικά ένα ποίημα του Αλκαίου, περίπου από το 600 π.Χ., όπου το καράβι και οι επιβάτες που αναφέρονται έχουν συσχετιστεί με το ίδιο το κράτος και τον λαό του που θαλασσοδέρνεται ακυβέρνητος…


Τι ανέμων ταραχή είν' αυτή δε νιώθω

κυλάει το κύμα δώθε, κείθε, ολούθε,
κι εμάς, στη μέση, με το μαύρο πλοίο
μακριά μας σέρνει

τ' αγριοκαίρι βαριά μας πολεμάει,
μες στης σεντίνας τα νερά είν' η βάση
του καταρτιού, και το πανί, σκισμένο,
κουρέλι είν' όλο-

τα σκοινιά έχουν λασκάρει...


(μτφρ. Θρ. Σταύρου)


 

Αλέξανδρος Ακριτίδης