Ποίηση - Εκδόσεις Περίπλους


Αν και η προηγούμενη ποιητική συλλογή του Φίλιππου Αγγελή έριχνε μεγαλύτερο βάρος στα κοινωνικά ζητήματα της εποχής μας, στην «Εμμηνόπαυση της ύαινας» στρέφει την προσοχή του στις διαπροσωπικές σχέσεις. Σαφώς και δεν εγκαταλείπει καθολικά το μελανό κοινωνικό γίγνεσθαι, θέμα ανεξάντλητο για κάθε δημιουργό, αλλά αυτή τη φορά συμπιέζει τη διαμαρτυρία ώστε να μας παραθέσει εικόνες - συνειρμούς, άρρηκτα συνδεδεμένες με τον εσωτερικό του κόσμο. Τα περισσότερα ποιήματα διαποτίζονται από συγκεκριμένες έννοιες, που εκφράζουν την αρνητική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης. Μοναξιά, εγκατάλειψη, προδοσία, ρουτίνα, πνιγμένα όνειρα, φόβος, συμβιβασμός, ψέμα, αδιαφορία, εγκλεισμός. Ο έρωτας συνήθως παραμένει ουτοπικός ή στην καλύτερη περίπτωση μονόπλευρος. Το σύνολο σχεδόν των ποιημάτων θα μπορούσε να αφορά ένα και μόνο πρόσωπο καθώς ο εσωτερικός μονόλογος ξεσπά παντού με τα ίδια χαρακτηριστικά. Μοναδικές περιπτώσεις διαφυγής το όνειρο και η νοσταλγία. Το όνειρο, δομικό στοιχείο πολλών ποιημάτων της συλλογής, δεν έρχεται ως λυτρωτική διέξοδος αλλά ως βασανιστικό παιχνίδισμα της φαντασίας. Ακτίνα φωτός μόνο η νοσταλγία μιας αθώας παιδικής ηλικίας, που έφυγε γρήγορα μαζί με τις ωραίες ιδέες που πρέσβευε για τον κόσμο. Το στενάχωρο βέβαια είναι πως δεν γίνεται καμία μνεία για το μέλλον. «Ίσως κι αυτό το αύριο που σκοπεύουμε  - να μην προλάβουμε – να μην αξίζει επαρκώς για να το δούμε» ψιθυρίζει ο ποιητής προβλέποντας δυσοίωνα τα χρόνια που θα ακολουθήσουν. «Μην περιμένεις πολλά. Όλοι με μια τυφλή βεβαιότητα θανάτου πορευόμαστε και σαρκοφάγα δεσμά μας συνθλίβουν τα χέρια».

Σοβαρή ευθύνη σ’ αυτήν την ενδόμυχη, σχεδόν σκοτεινή εξομολόγηση έχουν οπωσδήποτε οι άνθρωποι. Οι εκμεταλλευτές, οι ψευτοθρησκόληπτοι, αυτοί που δεν απαρνιούνται τα ταμπού τους, αυτοί που παίζουν με τα συναισθήματα των πλησίον τους. Άνθρωποι – ύαινες, που περιμένουν να ψοφήσεις για να σε «λυπηθούν» ή να σε λιμπιστούν δακρύβρεχτοι. Κι όλα αυτά σε ένα μικρό διαμέρισμα, ενός αφιλόξενου κοινωνικού τοπίου, μιας βροχερής και απάνθρωπης πόλης. Ακόμα όμως κι αν υπάρχει κάπου εκεί έξω κρυμμένη μια αισιόδοξη κι ευχάριστη νότα αυτού του κόσμου, δεν περιλαμβάνεται στο συγκεκριμένο μενού του ποιητή. Ίσως και ο ίδιος να βρίσκεται σε αναζήτηση μιας τέτοιας ομορφιάς αλλά και ίσως να την είχε βρει, αλλά να τον διέψευσε πανηγυρικά μέσω μιας προδομένης φιλίας ή ενός ανεδαφικού έρωτα. Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ωστόσο ότι αυτή η μελαγχολική ποίηση, δυστυχώς, πρεσβεύει την πλειοψηφία της νέας γενιάς ποιητών στη χώρα μας. Μιας γενιάς που μεγάλωσε με απεριόριστες προσδοκίες και θα γεράσει με το δάγκωμα της ύαινας να της ματώνει το κάθε της κύτταρο….


Δείγμα γραφής:


Θα έπρεπε να μ' έβλεπες τώρα -

τώρα που εγκάρδια γερνώ και εσπευσμένα

λες και με πέρασε ολόκληρη ζωή

με φόρα ασυγκράτητη σε μία μόνο νύχτα•

τώρα πού έχω επάνω μου ανάγκη πιο πολλή

ένα παράφορα κατάδικο μου βλέμμα

που όλα τριγύρω φυλακή

να χάνονται ισόβια οι φίλοι.

κι εσύ ποτέ να μην μιλάς

ποτέ να μην μού γράφεις –

με χόρτασε ό κίνδυνος κι οι λέξεις

κι ίσως να είναι καλλίτερα έτσι

της ερημιάς μας ό υψίφωνος ό ήχος.


Ναι. Θα έπρεπε να μ' έβλεπες τώρα -

να κλαίγαμε ασυντόνιστα

σαν δυο επίμονες βροχές, ετεροχρονισμένες

πού δεν μπορούν ν' αγαπηθούν στην ίδια πόλη•

μ' ένα φιλί παρεστιγμένο

πιστά να μού κρατάς το στόμα

να μυρίζεις σκόνη και βάλσαμο

να γλείφεις μια χυδαία τερηδόνα των οστών

κι εγώ κορμί σκληρό από γκρεμό και ψέμα

όπως την πρώτη την φορά να σε μαθαίνω.


Όχι, ψυχή μου. Μην βάλεις ζάχαρη.

Σκέτο τον πίνουνε τον έρωτα οι μεθυσμένοι.

 

 


Θα ήταν επίσης παράλειψη να μην επισημανθεί η καταπληκτική εικονογράφηση της κυρίας Τζένης Χαλκιαδάκη.

 

 

 

Αλέξανδρος Ακριτίδης

Συγγραφέας - Απόφοιτος Ανθρωπιστικών Σπουδών

Νουβέλα - Εκδόσεις Ανατολικός


Η νουβέλα της Ασημίνας Ξηρογιάννη «Το σώμα του έγινε σκιά» είναι ένα από τα πιο ποιοτικά λογοτεχνικά κείμενα που έχω διαβάσει το τελευταίο διάστημα. Προσεγμένο και καλοδουλεμένο ως την τελευταία λεπτομέρεια αγγίζει και προβληματίζει τον αναγνώστη με τα κοινωνικά φαινόμενα που αναδεικνύει. Ιδιαίτερα δε τον καλλιτέχνη αναγνώστη, που ενδεχομένως συναντά αρκετές ομοιότητες με τη δική του στάση και πορεία μέσα στην οικογένεια.

Ο πρωταγωνιστής της νουβέλας, εγωκεντρικός και απομονωμένος, υψώνει γύρω του τοίχους και από εκεί μέσα προσπαθεί να διαχειριστεί μόνος του τη φυσιολογική φθορά του χρόνου. Ένας διάσημος χορευτής, που αγγίζοντας τα σαράντα βλέπει τις ικανότητες και το σώμα του να μην ανταποκρίνονται πλέον στις απαιτήσεις αυτής της απαιτητικής καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Η σύζυγός του, που ζει στη δική του σκιά, του εκφράζει αδιαλείπτως την αγάπη και την υποστήριξή της. Ο έρωτάς τους σταδιακά χάνει τους ισχυρούς του δεσμούς καθώς εκείνος μοιάζει ανήμπορος να υποτάξει τα δικά του «θέλω». Η μόνη του ύστατη επιθυμία είναι να μετατρέψει την κόρη του σε προέκταση του εαυτού του και εφόσον το σώμα του δεν γίνεται να παραμείνει άφθαρτο, τουλάχιστον να αφήσει πίσω του την πνευματική του παρακαταθήκη.

Η ιστορία αυτή μας μιλάει για τη διαφορετικότητα των ανθρώπινων χαρακτήρων. Τη στιγμή που ο ήρωας, με μια υπέρμετρη εγωπάθεια, δηλώνει ταγμένος στην Τέχνη του, εκείνη παλεύει για την αρμονία της οικογένειάς της. Η λογική μάχεται με το παράλογο και η εγκράτεια με τη διάλυση. Η κατάθλιψη και ο αλκοολισμός δίνουν τη χαριστική βολή σε μια πορεία που είναι καταδικασμένη να μην έχει αίσιο τέλος. Η δυστυχισμένη σύζυγος προσπαθεί με περισσό κουράγιο να αντιμετωπίσει την απόρριψη και την ξαφνική αλλαγή. Θυσιάζει τη δική της δημιουργική ικανότητα στην ποίηση, όταν εκείνος ούτε που θα σκεφτόταν ποτέ ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Όλη η υπόθεση του βιβλίου συνοψίζεται σε μια φράση-κλειδί κατά την οποία ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να εμπεδώσει το πρόβλημά του. «Υποτίμησα τη ζωή ή υπερεκτίμησα την τέχνη;»… Πράγματι, αν εκλάβουμε την Τέχνη ως όμορφο Θείο χάρισμα, πώς γίνεται να μας οδηγεί στην καταστροφή; Η απάντηση βρίσκεται μέσα μας. Στο πως πρέπει να διαχειριζόμαστε τα όποια μας προσόντα και στο πόσο θα τα επιτρέπουμε να επηρεάζουν την οικογενειακή μας ισορροπία. Γιατί αν η φύση μας προικίζει με ένα χάρισμα, ένα είναι σίγουρο…. Δεν θα μας δώσει ποτέ οδηγίες χρήσης...

 

 

Αλέξανδρος Ακριτίδης

Συγγραφέας - Απόφοιτος Ανθρωπιστικών Σπουδών

 



Μυθιστόρημα - Εκδόσεις Πατάκη


Το μυθιστόρημα φαντασίας «Ίριδα, η πόλη της ψυχής μας» της Σουζάνας Χατζηνικολάου είναι ένα πολύπλευρο λογοτεχνικό έργο και η μελέτη του δεν εξαντλείται σε λίγες μόνο λέξεις. Η προσέγγιση του έργου με μια πιο προσεκτική ματιά έφερε αμέσως στο προσκήνιο διαφορετικές παραμέτρους, που έπρεπε να εξεταστούν χωριστά. Συνεπώς για πρώτη φορά σε έναν σχολιασμό βιβλίου θεώρησα επιβεβλημένο να δημιουργήσω ξεχωριστή ενότητα για κάθε θέμα που μου ανέκυπτε.

ΙΡΙΔΑ: Μυθιστόρημα φαντασίας ή παραμύθι;

Έχοντας ακούσει την άποψη πως ίσως η ΙΡΙΔΑ μπορεί να χαρακτηριστεί και ως παραμύθι, αποφάσισα να ξεκαθαρίσω όσο το δυνατόν το τοπίο. Ξεκινώντας από τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός παραμυθιού είναι εμφανές ότι η ΙΡΙΔΑ δεν είναι παραμύθι, για τους εξής λόγους:

  • Ένα έργο 800ων σελίδων και μόνο λόγω μεγέθους δεν μπορεί να αποτελεί είδος προφορικής παράδοσης και δεν είναι δυνατή η απομνημόνευσή του.
  • Η αοριστία του τόπου δράσης δεν υφίσταται στην ΙΡΙΔΑ καθώς κάθε επεισόδιο διαδραματίζεται σε συγκεκριμένη πόλη ή βασίλειο, παρόλο τον φανταστικό τους χαρακτήρα. Αυτά επίσης τα μέρη, όπως η Ατάρνια, το Αρίλιον, το Ρόζεντεν και το Φόρμαντερ, μπορούν να οριοθετηθούν με βάση τα γλωσσικά, τα πολιτισμικά και γεωγραφικά τους χαρακτηριστικά κάπου στη Βόρεια Ευρώπη.
  • Δεν υπάρχει η ανωνυμία των προσώπων καθώς είναι γνωστά τα ονόματα όλων των ηρώων αλλά και τα γενεαλογικά τους δέντρα.
  • Η δράση δεν τοποθετείται σε χρόνο αόριστο, αν και ίσως αυτό να επιδίωκε αρχικά η συγγραφέας. Με μια σειρά ωστόσο στοιχείων, που λαμβάνει ο αναγνώστης, μπορεί να προσεγγίσει μια έστω «άτυπη» χρονολόγηση της υπόθεσης από το 1200 ως το 1800 μ.Χ. Για παράδειγμα το παγωτό διαδίδεται στην Ευρώπη γύρω στο 1500μ.Χ, η γκιλοτίνα είναι του 18ου αιώνα, η βαλλίστρα καθιερώθηκε ως όπλο τον 12ο αιώνα, η χρήση φυσαρμόνικας επίσης τον 18ο αιώνα και το ρόφημα σοκολάτας στις αρχές του 17ου αιώνα.
  • Κατά τους Max Luthi και Axel Olrik επίσης, το παραμύθι έχει συγκεκριμένα υφολογικά και αισθητικά γνωρίσματα, τα οποία επίσης απουσιάζουν από την ΙΡΙΔΑ. Αυτά είναι η έλλειψη συναισθημάτων των πρωταγωνιστών, η μη περιγραφή του εσωτερικού τους κόσμου, το ανεξήγητο διάνειμα τεραστίων αποστάσεων,  η μη περιγραφή των αντικειμένων, η μοναχικότητα του ήρωα, η έλλειψη γλαφυρών περιγραφών, η αδιαφορία για τα χρώματα και η συχνή χρήση της υπερβολής. Στην ΙΡΙΔΑ οι ήρωες νιώθουν και πονούν, περιγράφουν τον εσωτερικό του κόσμο, διανύουν αποστάσεις με αιτιολογημένα «μαγικά» μέσα, ενεργούν ομαδικά και συντονισμένα, η γλαφυρότητα των σκηνών κυριαρχεί, ενώ ουδέποτε κανείς τους δεν υπερβάλει.

Συνεπώς με την αυστηρή χρήση του όρου, η ΙΡΙΔΑ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παραμύθι, παρά την απαραίτητη χρήση στερεότυπων όπως οι πύργοι, οι πρίγκιπες, τα φτερωτά άλογα, τα μάγια και οι μεταμορφώσεις.


Άρα μυθιστόρημα φαντασίας;

Η ΙΡΙΔΑ είναι αυτό που δηλώνει. Ένα μυθιστόρημα φαντασίας με δομικά στοιχεία που θυμίζουν ομηρικό έπος. Και εξηγούμαι ευθύς. Κατ’ αρχάς μέσα στο βιβλίο αυτό σταδιακά αναδύονται παλιότερες αυτόνομες ιστορίες, που τοποθετούνται σε διάφορα σημεία με έντεχνο τρόπο. Όπως ακριβώς και ο Όμηρος ενσωμάτωσε στην Ιλιάδα τους κατά πολύ αρχαιότερους μυθολογικούς κύκλους. Η ΙΡΙΔΑ επίσης συνοψίζει τη δράση της στις τελευταίες 20-30 ημέρες, μιας σειράς προβλημάτων, που άρχισαν πριν από περίπου 4 χρόνια. Παρομοίως και η υπόθεση της Ιλιάδας διαδραματίζεται τις τελευταίες  52 ημέρες ενός δεκαετή πολέμου. Και στις δυο περιπτώσεις το παρελθόν παρουσιάζεται με την τεχνική της αναδρομής. Παρόμοιος είναι επίσης ο λόγος έναρξης της διαμάχης και στα δυο έργα. Η καταστροφή της ΙΡΙΔΑΣ ξεκινά λόγω του θυμού του Στίλβερ γιατί του άρπαξε ο Έντυ την Ηλιάνα. Ας θυμηθούμε λοιπόν πως το κεντρικό θέμα της Ιλιάδας είναι ο θυμός του Αχιλλέα γιατί του άρπαξε ο Αγαμέμνονας την Βρισηίδα ή αν θέλετε η γνωστότερη υπόθεση του θυμού του Μενελάου για την αρπαγή της Ελένης από τον Πάρη. Υπάρχει επίσης μια τελευταία, αλλά εξίσου σημαντική ομοιότητα με την Ιλιάδα. Ο Όμηρος περιγράφει μια κοινωνία που δεν υπήρξε ποτέ. Χρήση αντικειμένων από διάφορους περιόδους, πως τα χάλκινα όπλα σε εποχή σιδήρου, χρήση εργαλείων της δικής του περιόδου, σύγχυση στην ταξική διαστρωμάτωση, στην πολεμική τακτική και στα ταφικά έθιμα. Βασιλιάδες μέθυσοι και ασεβείς απέναντι στα θεία και έρωτες μεταξύ εκείνων και γυναικών κατώτερων στρωμάτων. Παρομοίως και στην Ίριδα, εφόσον όπως προελέχθη μπορούμε να κάνουμε έναν χρονικό προσδιορισμό, συναντούμε μια ανάλογη περίπτωση φανταστικής κοινωνίας. Προσπάθεια για κατάλυση των αυστηρών κοινωνικών δομών μέσω μεικτών ερώτων και γάμων  ανθρώπων από όλα τα στρώματα. Συχνή επίκληση του Θεού, ενώ είναι καθολική η απουσία της Εκκλησίας ως θεσμός του κράτους. Κοινά γλέντια και συναθροίσεις πριγκίπων με φτωχούς και «ασήμαντους» ανθρώπους. Βασίλεια που μαστίζονται από περιπτώσεις μαγείας και άλλα γειτονικά τους που αγνοούν ακόμα και την ύπαρξή της.


Η εμφάνιση παρόμοιας θεματολογίας έργων στη Ελληνική Λογοτεχνία.

Αν υποθέσουμε ορθώς πως αυτό το είδος της λογοτεχνίας, που επιλέγει η συγγραφέας, είναι δάνειο από τη Δυτική ή Βόρεια Ευρώπη, πού βρίσκονται οι ρίζες του στην Ελληνική Λογοτεχνία; Διαβάζοντας την ΙΡΙΔΑ ίσως μας έρθουν στο νου πρόσφατες κινηματογραφικές παραγωγές με ανάλογο περιεχόμενο ή και γνωστά, ευρωπαϊκά κυρίως, λογοτεχνικά έργα. Τα λεγόμενα «ιπποτικά μυθιστορήματα» κάνουν την εμφάνισή τους στα ελληνικά γράμματα κατά τη διάρκεια της Δυναστείας των Παλαιολόγων (1261-1453) έχοντας κοινό συνήθως περιεχόμενο. Έρωτας, ξαφνικός χωρισμός, περιπλάνηση σε άγνωστες χώρες, παράδοξα, δοκιμασία της αγάπης και τελική αντάμωση των ερωτευμένων. Ότι δηλαδή συμβαίνει σε γενικές γραμμές και στην ΙΡΙΔΑ. Οι Δυτικές επιδράσεις στη θεματολογία, μετά την περίοδο των σταυροφοριών είναι έντονες. Αντίζηλοι πρίγκιπες, μάγια, φυλακίσεις ηρώων σε πύργους, συμπλοκές με σπαθιά και πρίγκιπες μεταμφιεσμένοι σε απλούς λαϊκούς ανθρώπους του μόχθου. Ενδεικτικά έργα «Καλλίμαχος και Χρυσορροή»,  «Λίβιστρος και Ροδάμνη». Λίγους αιώνες αργότερα, στις αρχές του 17ου αι. και υπό την επιρροή των Βενετών θα γραφτούν στην Κρήτη παρόμοιας θεματολογίας τραγωδίες με σκοπό να παιχτούν στο θέατρο. Έργα όπως η Ερωφίλη, ο Ζήνων και ο Βασιλιάς ο Ροδολίνος, με συγκεκριμένη δομή και παρέμβαση των γνωστών ιντερμέδιων. Ξανασυναντούμε λοιπόν έρωτες μεταξύ γόνων βασιλικών οικογενειών, αυτοκτονίες, μεγάλα ταξίδια, τραγικούς πρωταγωνιστές, ραδιουργίες προσώπων για την κατάκτηση της εξουσίας. Όπως ο Ζήνων με τον Λογγίνο έτσι και ο Στίλβερ με τον Μανέβονεντ στην ΙΡΙΔΑ. Ιδιαίτερα δε τα εμβόλιμα ιντερμέδια βρίθουν από σκηνές με έντονη δράση, μάχες σώμα με σώμα, σκηνές κρυφακούσματος, όντα του κάτω κόσμου που έρχονται να πάρουν τις ψυχές των ζωντανών.


Η ΙΡΙΔΑ και η ιδεολογία της.

Αυτό το υπέροχο έργο της Σουζάνας Χατζηνικολάου περνάει υποσυνείδητα στον αναγνώστη μια σειρά από μηνύματα, που όχι μόνο στοχεύουν στην αφύπνισή του αλλά και του προτείνουν έναν διαφορετικό δρόμο αντίδρασης. Γι’ αυτό και θεωρώ πως είναι επίσης ένα ιδεολογικό έργο και μάλιστα με συχνές πολιτικές αποχρώσεις. Οι ήρωες του βιβλίου ωθούνται να ενεργήσουν έχοντας ενστερνιστεί μια σειρά ιδανικών, τα οποία δυστυχώς είναι δυσεύρετα στις μέρες μας. Αληθινή φιλία, υστεροβουλία, αυταπάρνηση, θυσία για τον πλησίον, πάθος για την ελευθερία. Όλοι τους κατά βάθος είναι ιδεολόγοι, που δεν μένουν ωστόσο στη θεωρία, αλλά προχωρούν και στην πράξη. Η ιδέα της ανασυγκρότησης και κατόπιν διατήρησης της ισορροπίας στον κόσμο τους, τους ωθεί σε μια αδυσώπητη πάλη με το κακό. Αν και ρομαντική η προσπάθειά τους, πιστεύουν ακράδαντα πως με αγώνες μπορούν να ανατρέψουν τις όποιες αρνητικές προβλέψεις. Αξιομνημόνευτή η φράση ενός πρωταγωνιστή, ο οποίος χαλιναγωγώντας την εφηβική του ορμή δηλώνει πως «τέτοιοι αγώνες δεν μπορούν να γίνουν μόνο από το πάθος της εκδίκησης. Τέτοιοι αγώνες μπορούν να γίνουν μόνο αν το δικό σου συναίσθημα το ενώνεις με το συναίσθημα των άλλων, αν τη δική σου ανάγκη την ενώνεις με την ανάγκη των άλλων». Πόσο δίκιο έχει η συγγραφέας! Αν ο καθένας μας σήμερα δεν διαμαρτυρόταν μόνο γι’ αυτά που έχασε ο ίδιος, αν κοιτούσαμε με πραγματικό ενδιαφέρον τα συναισθήματα όσων χρειάζονται βοήθεια, αν κατανοούσαμε την ανάγκη αυτών που πραγματικά υποφέρουν, δεν θα ήταν πιο δυναμικοί και βέβαιοι οι αγώνες μας;


Επίλογος

Η ΙΡΙΔΑ είναι ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα, που δεν πλήττεις ούτε στιγμή. Ιδιαίτερα στα τελευταία κεφάλαια απορείς με την ιδιοφυΐα της συγγραφέως να αποδίδει με τέτοια πειστικότητα και ζωντάνια τις σκηνές. Έντονοι και ζωηροί διάλογοι που συντηρούν την αγωνία καθ’ όλη την εξέλιξη της υπόθεσης και ήρωες, που βρίσκονται διαρκώς κάτω από τολμηρά διλήμματα. Γραφή και εκφράσεις ελληνικότατες, άψογη περιγραφική ικανότητα και έξοχη επιμέλεια. Αξιομνημόνευτη και η ικανότητα διαμόρφωσης ιδιαίτερων χαρακτήρων, που με γλωσσικά τρικ λαμβάνουν μια ξεχωριστή χροιά. Η γριά Βάλια, ο Σον στο παραλήρημα της απελπισίας του, η στρυφνή Οκτράβια, ο μεθυσμένος Γκάρμαντ. Η συγγραφέας δεν αναδεικνύει μονόπλευρα τη αέναη μάχη του καλού με το κακό. Κατακρίνει τη μισαλλοδοξία του ανθρώπου να κατακτήσει τα πάντα. Μα όταν το κάνει αυτό δεν παραλείπει να μας υπενθυμίζει συχνά ότι ο κακός ήταν ένας από εκείνους που μεγάλωσαν μαζί. Δεν ήρθε στη γη ουρανοκατέβατος παρά άλλαξε πορεία από ένα γινάτι. Πόσα αδέρφια δεν μεγαλώνουν μαζί και από διάφορα ζητήματα στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου;

Η ΙΡΙΔΑ επίσης θα μπορούσε να είναι μια σύγχρονη πόλη που καταστράφηκε από ανθρώπινο χέρι, ενώ όσοι επέζησαν προσπαθούν να χτυπήσουν το κακό απ’ τη ρίζα του. Τι είναι λοιπόν η  ΙΡΙΔΑ; Είναι ένα εγχειρίδιο αγάπης και επιβίωσης. Στο χέρι μας είναι να αποστάξουμε τα καλά της και να πορευτούμε ανάλογα.

 


Αλέξανδρος Ακριτίδης

Συγγραφέας – Απόφοιτος Ανθρωπιστικών Σπουδών

Ποιητική Υμνωδία, Εκδόσεις Αμφικτυονίας Ελληνισμού.

«Προσφυγιά – αρμονίας κατάλυση» ονομάζεται η Ποιητική Υμνωδία της Ευαγγελίας – Αγγελικής Πεχλιβανίδου και είναι αφιερωμένη σε όλους τους Έλληνες πρόσφυγες που αναγκάστηκαν υπό βίαιες και απάνθρωπες συνθήκες να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες αλλά και σ’ εκείνους που πότισαν με το αίμα τους την πατρογονική τους γη. Διαβάζοντας αυτούς τους συναισθηματικά φορτισμένους  στίχους,  ο αναγνώστης κατανοεί αμέσως πως η ποιήτρια ένιωθε στα κύτταρά της την ιερή υποχρέωση να δημιουργήσει ένα έργο αντάξιο της ιστορικής βαρύτητας των πραγματικών γεγονότων. Ορμώμενη από τα παιδικά της ακούσματα και από την ποντιακή της καταγωγή απέδωσε με την πρέπουσα ποιότητα όλο αυτόν τον τραγικό κύκλο της ζωής των προσφύγων. Από την χαρούμενη καθημερινή τους ζωή και την φιλική συμβίωση με τους αλλόθρησκους κατοίκους, ως την άτακτη φυγή και την πορεία τους προς τον θάνατο. Η ποιητική αυτή υμνωδία είναι χωρισμένη σε ενότητες - στάσεις ώστε με αρμονικό και γραμμικό τρόπο να εισάγεται ο αναγνώστης στο βαθύ πρόβλημα του ξεριζωμού, που ολοκληρώθηκε το 1922.  Και πώς να ξεκινήσει κανείς ένα τέτοιο έργο; Μα φυσικά με τις αναμνήσεις μιας ζωής όμορφης κι ευτυχισμένης, που ξαφνικά σκοτείνιασε και έχασε τον ήλιο της. Χάθηκε ο ζωογόνος ήλιος, σίγησε η καμπάνα της πίστης τους, έσβησε το φεγγάρι του ρομαντισμού, κόπηκαν οι μακραίωνες ρίζες, διακόπηκαν οι καθημερινές συνήθειες, έμειναν πίσω μόνα κι εγκαταλελειμμένα τα ιερά σύμβολά της θρησκείας τους. Σταυροί, τάφοι, μοναστήρια, η ίδια η Παναγιά…


Άφησα πίσω μου τις ρίζες μου.

Δεν ξεριζώνονται τα δέντρα τα χιλιόχρονα

Είναι βαθιά η γη, παντού οι ρίζες

Στο λίνο της θηλάζουν ιστορία.


Η ποιήτρια συνεχίζει με τη φυγή και την πορεία προς το άγνωστο. Μια πορεία που ακροβατεί ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Ο κατατρεγμένος άνθρωπος που δεν θέλει ν’ αφήσει πίσω του όλα αυτά που τον καθορίζουν σαν οντότητα, μα που πρέπει να περπατήσει μακριά για να σωθεί.


Χιλιόμετρα μακρύς ο ομφάλιος λώρος

Δεν μπορώ να τον κόψω.

Δεν θέλω να τον κόψω.

Το αίμα που σφαδάζει στον πλακούντα

Είναι και δικό μου.

Δεν θέλω ν’ αφήσω πίσω μου τη Μάνα μου…


Κατόπιν έρχεται η στιγμή της θύμησης και της αναπόλησης. Θρύλοι, παραδόσεις, Ιστορία, όνειρα, παιχνίδια, καθημερινή ζωή.  Η Ελλάδα ολάκερη μέσα από την πλούσια γραπτή της παράδοση. Μα και το παιδί – μαθητής, που αναγκάζεται να τα αφήσει όλα πίσω του και να ενηλικιωθεί μέσα σε λίγες μόνο ημέρες…


….Κι άφησα πίσω τα παιχνίδια μου

Το παρελθόν και το μέλλον μου

Τα ’κρυψα κάτω απ’ το πλατύσκαλο της ξώθυρας

Ελπίζοντας στο γυρισμό,

Αγνοώντας…


Πώς ν’ αφήσεις πίσω σου τόσους αγώνες ζωής; Πώς ν’ αποδεχτείς τη ραγδαία αλλαγή; Όταν με τον τόπο σου, με τα δέντρα σου, με το χώμα σου έχεις γίνει ένα; Και πώς να λησμονήσεις όλους εκείνους που δεν τα κατάφεραν; Κι όμως προσπαθείς να συμβιβαστείς με τα άσχημα βιώματα αλλά και να καταπιείς το φαρμάκι της συμφοράς.


Πήρα τους σπόρους μου γυρεύοντας αλλού

Βάλσαμο ν’ απιθώσω τα όνειρά μου…

* * *

Κι είδα γερόντια-δέντρα ωριμασμένα-

Να αγκαλιάζουνε τις ρίζες τους με πάθος.

Κορμός και ρίζες γίναν ένα στη στιγμή του χωρισμού…


Η 5η στάση είναι αφιερωμένη στα ατέλειωτα καραβάνια των προσφύγων. Στην μάταιη αναμέτρηση με τον ίδιο τον χάρο που αδυσώπητος στέκεται πάνω από τα ταλαιπωρημένα τους κορμιά για να τα κατασπαράξει. Μα παρόλο που εκείνοι είναι τα θύματα οι ευθύνες βαραίνουν τις πλάτες κάποιων άλλων ανθρώπων. Τούρκων, που διψούσαν για εθνοκάθαρση, Ελλήνων, που έπαιξαν με τις δικές τους ψυχές και αλλοεθνών, που αδράνησαν μπροστά στις φρικαλεότητες που συνέβαιναν μπροστά στα μάτια τους. Μα εκείνοι προχωρούν κρατώντας στα χέρια τους λίγο χώμα απ’ την πατρίδα τους. Σαν προζύμι για το νέο ψωμί στο νέο κόσμο, μας λέει η ποιήτρια. Λίγο χώμα που θα μοιραστεί τσιμπιά τσιμπιά για να μπολιάσει την κάθε νέα τους δραστηριότητα στη μάνα Ελλάδα.

* * *

Στα καράβια ανθρώπινοι-μπόγοι στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, ενώ τα παιδιά παλεύουν να επιβιώσουν με το στεγνό γάλα της μάνας τους. Μα και τα κάρα φορτωμένα λιγοστές ελπίδες σκυφτά πορεύονται στις αυλακιές του αφιλόξενου πλέον χώματος της Ανατολής. Οι νεκροί σε κάθε βήμα περισσότεροι και η ελπίδα κουκίδα στον τεράστιο ορίζοντα.


Και μπροστά η χαραυγή, τα παιδιά μας

Άλλο κολλημένο στ’ αδειανό βυζί της μάνας.

Άλλο κουρνιασμένο στο στιβαρό κόρφο του πατέρα

Όπου η καρδιά χτυπούσε από κακό προαίσθημα


Τα μοιρολόγια σκίζουν τη σιωπή για τους χιλιάδες νεκρούς του ανθρώπινου παραλογισμού. Η ποιήτρια στιγματίζει τη βία των εξολοθρευτών του ελληνικού γένους, που δεν επέδειξαν ίχνος ανθρωπισμού ούτε ακόμα απέναντι στους γέρους και τα γυναικόπαιδα. Η οργή και το μίσος φουντώνει στα στήθια του επιζόντα που αναζητά τους τρόπους να το ημερεύσει. Μα ακόμα κι αν καταφέρει να το τιθασεύσει, η μνήμη του δεν θα στερέψει ποτέ. Πάντα θα θυμάται. Είναι υποχρεωμένος να το κάνει. Η 10η στάση είναι κατά τη γνώμη μου και η πιο δυνατή καθώς περιγράφονται οι κτηνωδίες στον άμαχο πληθυσμό κυρίως μέσα από πραγματικά περιστατικά, που βίωσαν οι συγγενείς της ποιήτριας. Αυτή η ενότητα βρίθει από πόνο, αίμα και περιπτώσεις που ο Θεός έβαλε το χέρι του για τη σωτηρία των αθώων. Στο «εξόδιο νανούρισμα» δεν μπορείς να μην συγκινηθείς και αφήνεις δάκρυα λύπης να πέσουν…

Το τέλος της ταλαιπωρίας και η αποφυγή του θανάτου δεν σηματοδοτούν τον ερχομό της λύτρωσης. Χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν αντιμέτωποι με πρωτόγνωρα προβλήματα μέσα σε μια χώρα που μάζευε τα δικά της κομμάτια. Μα η ποιήτρια δεν προχωράει παραπέρα, βάζοντας τελεία σ’ αυτό το έξοχο λογοτεχνικό έργο. Ο σκοπός της δεν ήταν το ύστερα, που έτσι κι αλλιώς ήταν δύσκολο για τους επιζήσαντες, μα το τότε. Αυτό που επιδίωκε κυρίως ήταν να εξυμνήσει αυτούς, που χάθηκαν άδικα κάτω από σκοπιμότητες και συμφέροντα, αλλά και αυτούς, που ματωμένοι αναδύθηκαν από τις στάχτες τους.  Να μας κάνει να αισθανθούμε, να θυμηθούμε και να γίνουμε κοινωνοί της πικρής αλήθειας. Να μην ξεχάσουμε ποτέ πως εκείνοι οι «δικοί μας» άνθρωποι δολοφονήθηκαν απάνθρωπα και δεν «συνωστίστηκαν» σε κάποια προβλήτα, όπως ανόητα διατείνονταν κάποιοι, μέσα από σχολικά εγχειρίδια… Και με οδηγό τα παθήματα των προγόνων μας να ατενίσουμε με περισσότερη αισιοδοξία το μέλλον μας. Άλλωστε όπως εύστοχα κλείνει η ποιήτρια,


Αυτή η μικρή Ελλάδα

Που είναι σπαρμένη με Γολγοθάδες

Και ατέλειωτους σταυρούς

Πάντα θα ζει Ανατάσεις

Και Αναστάσεις

Και Αναλήψεις.

 

 

 

(Το βιβλίο περιέχει πλούσιο φωτογραφικό υλικό)

 

 



Αλέξανδρος Ακριτίδης

Συγγραφέας - Απόφοιτος Ανθρωπιστικών Σπουδών




Η ποιητική συλλογή «Οι πέντε εποχές» αποτελεί το πρώτο επίσημο έργο του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου, ο οποίος κατάγεται από την Κύπρο. Οι 4 + 1 εποχές αποτελούν έναν ανολοκλήρωτο συμβολικό κύκλο όπου περιγράφεται η καθοδική πορεία του έρωτα ή και μιας έντονης φιλίας. Από τις πρώτες ανοιξιάτικες ερωτικές σπίθες, περνάει στην εμπέδωση της αγάπης το καλοκαίρι, βιώνει τη φθορά της σχέσης κατά το φθινόπωρο και τελικά κάθε προηγούμενη αρμονία συνθλίβεται μέσα στον χειμώνα. Η πέμπτη εποχή – δημιούργημα του ποιητή, με τον ευρηματικό τίτλο «αγρανάπαυση» υποδηλώνει μια περίοδο, όπου ο πρωταγωνιστής επιχειρεί να δει με περισσότερη ωριμότητα και ηρεμία τις χαμένες μέρες της συντροφικότητας αλλά και να διαχειριστεί περισσότερο ορθολογικά τη μοναξιά του.

Η γραφή του ποιητή διακρίνεται από μια εσωτερική ρητορεία, από έκδηλη εσωστρέφεια, αμυδρά στοιχεία χιούμορ και κάπου κάπου από έναν επιθετικό σεξισμό. Έναν σεξισμό που παρακινείται από ακραία αισθήματα θυμού, εγκατάλειψης και προδοσίας. Η συλλογή είναι επί το πλείστον πεσιμιστική και αυτό μαρτυρείται από την αριθμητική δυσαναλογία των πέντε εποχών – περιόδων του έρωτα. Για τον έρωτα δαπανούνται μόλις 7 ποιήματα και για την αγάπη 14, ενώ για την αναπάντεχη ρήξη της αγάπης 34 και για το ξεδίπλωμα του πόνου περίπου 70, μαζί με την «αγρανάπαυση» που δεν έχει ευδιάκριτα όρια από τις δύο προηγούμενες «παγωμένες» εποχές.

Η Άνοιξη κάνει το πρώτο ερωτικό κάλεσμα, αναδεικνύει τη δύναμη της σιωπής και την τόνωση της σεξουαλικότητας. Το Καλοκαίρι ο έρωτας μετατρέπεται σε αγάπη που τυφλώνει τον ήρωα, τον απογειώνει, τον πλάθει, τον γεμίζει. Έρχεται όμως το Φθινόπωρο και όλα αλλάζουν. Εμφανίζονται οι πρώτες ρωγμές, φωλιάζει η αμφιβολία, διεισδύει το μίσος, χάνεται κάθε ελπίδα για επιστροφή στις χαρούμενες μέρες. Ο Χειμώνας αντικατοπτρίζει το "πένθος" που ζουν οι περισσότεροι άντρες μετά από έναν δύσκολο χωρισμό. Μέρες κατάθλιψης, μοναξιάς, μέθης, αδιεξόδου, απογοήτευσης. Με ένα δριμύ κατηγορώ κατακρίνει τον σύντροφο, που μέχρι πριν από λίγο θεωρούσε το σημαντικότερο πλάσμα της ζωής του. Μα εδώ αγγίζει τα όρια της μοιρολατρίας και της ηθικής κατάπτωσης. Ο ήρωας δεν κάνει κανένα βήμα για να εξέλθει του τέλματος που έχει περιέλθει. Απλά αρκείται στη σιωπηλή διαμαρτυρία και τη μεμψιμοιρία. Κατά την αγρανάπαυση, όπως προελέχθη, δεν έχουμε σημαντικές διαφορές νοοτροπίας. Οι επικρίσεις συνεχίζονται αδιαλείπτως αλλά και μια νέα παράμετρος της μοναχικότητάς του ήρωα έρχεται στο φως. Αυτή της επικοινωνίας μόνο με τον εαυτό του. Σ’ αυτό το σημείο η ποίηση στρέφεται αδικαιολόγητα σε έναν περιττό εσωτερικό διάλογο, που οι επαναλήψεις δυστυχώς κουράζουν τον αναγνώστη. Ενώ φαίνεται αρχικά να ξεπερνάει το σοκ του χωρισμού, αντί να δείξει ανωτερότητα επιστρέφει στον «υπαίτιο» ξανά με ύβρεις. Τα αρκετά αυτοαναφορικά ποιήματα, που περιγράφουν τα ερεθίσματα που δέχεται ο ποιητής για να γράψει, απλά συμπληρώνουν το ήδη υπάρχον σκηνικό της μοναχικότητας.

Για να μην κουράσω περαιτέρω, θα συνοψίσω λέγοντας ότι θα προτιμούσα περισσότερη ουσία και εμβάθυνση στις αιτίες των προβλημάτων, που προκύπτουν ανάμεσα στα ζευγάρια και όχι μια επαναλαμβανόμενη παράθεση των αποτελεσμάτων του χωρισμού. Θα διάλεγα τον ανθρώπινο διάλογο και την ωριμότητα από την απογοήτευση και τον εγκλωβισμό της σκέψης. Τέλος, θα ήθελα μια συλλογή που θα απευθυνόταν σε όλους τους αναγνώστες παρά να λαμβάνω την εντύπωση ότι έχει ως κύριο αποδέκτη ένα και μόνο άτομο. Σε κάθε περίπτωση όμως η ποίηση εκλαμβάνεται και κρίνεται διαφορετικά απ’ τον καθένα. Κάθε προσπάθεια αποτελεί και μια διαφορετική άποψη στο πολύπλευρο διαμάντι που λέγεται Λογοτεχνία...


Δείγματα γραφής:


Συνήθως μετά τις δώδεκα η ώρα

όλοι έχουν φύγει

και μένω με τον εαυτό μου μονάχος


Θα προτιμούσα

να μην μέναμε οι δυο μας

γιατί όλο με ρωτάει πράγματα


«Γιατί έκανες τούτο;

Γιατί είπες τ’ άλλο;»


Φεύγοντας την επόμενη φορά πάρτε τον μαζί σας.


***********


Ξέρω πολλούς ηθοποιούς

μετά το χειροκρότημα

που πάνε στα παρασκήνια

και κλαίνε


γιατί τα κανονικά τους ρούχα

ξανά φοράνε

και τον εαυτό τους πάλι παίρνουν

αποκεί που διπλωμένο τον είχανε αφήσει.


**********


Ένα φτερό τριγυρνάει

ανέμελο στον αέρα


ένα φτερό μου δίνει

μαθήματα ζωής


και αυτό δεν ξέρει τίποτα

με διδάσκει εν αγνοία του


το μόνο που ξέρει

είναι να πετάει


και δεν είναι ο αέρας

που το παραδέρνει


είναι το ίδιο που επιτρέπει

στον αέρα να το τυλίγει στη δίνη του


ένα φτερό μου λέει να πετάξω

και να ξεχάσω τα πάντα


να μη με νοιάζει για τίποτα πια


Ένα φτερό!

 

 

 

 

 

Αλέξανδρος Ακριτίδης