Ποίηση - Εκδόσεις Βεργίνα

Το νέο βιβλίο του Χρήστου Σκιαδαρέση έχει τίτλο «ΕΡΩΣ ΠΑΝΔΑΜΑΤΩΡ» και είναι μια ποιητική συλλογή, που αναφέρεται σε όσα θετικά ή αρνητικά προκαλεί ο φτερωτός Θεός στις ψυχές των θυμάτων του. Ένας «έρωτας» που άλλοτε εξυμνείται και άλλοτε αυτοσαρκάζεται ή αυτοαναιρείται. Έρωτας φανερός κι αγνός και έρωτας ενδόμυχος και σκοτεινός. Γιατί είναι αλήθεια πως οι δυο πλευρές του νομίσματος, αν και στο εσωτερικό τους τέμνονται, είναι εντελώς διαφορετικές.

Η ποίηση του Χρήστου Σκιαδαρέση είναι ρομαντική, γλαφυρή, λυρική, αλλά συχνά μπορείς να διακρίνεις χιούμορ ή αυτοσαρκασμό. Ποιήματα ως επί το πλείστον αποτρεπτικά, καθώς προειδοποιεί τους «ερωτευμένους» αναγνώστες για τα αυτονόητα, που δυστυχώς δεν γίνονται πράξη. Να είμαστε εγκρατείς στον έρωτα, προσγειωμένοι και γιατί όχι και λίγο επιφυλακτικοί. Θα μου πείτε, έρωτας είναι αυτός, γίνεται να κρατάμε άμυνες; Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι ο ποιητής εννοεί πως πρέπει να βάζουμε πρώτα τη λογική στις πράξεις μας και όχι τις συναισθηματικές μας ορμές. Γιατί δεν είναι λίγα τα παραδείγματα που ο έρωτας γρήγορα αποκαθηλώθηκε και πέρασε σε ακραίες καταστάσεις. Καλό είναι λοιπόν να διατηρείται το «παν μέτρον άριστον» και να αφήνονται στην άκρη στοιχεία όπως η υπεροψία, ο εγωισμός, η απληστία και ο ναρκισσισμός.

Ο ποιητής δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο ακαριαίο – αιφνίδιο στοιχείο, που οδηγεί μια σχέση στο τέλμα. Τη μια στιγμή μαζί και μετά από λίγο… όλα χάνονται… Όσο εύκολα δηλαδή μπορούμε να ερωτευτούμε, τόσο εύκολα επίσης μπορούμε να τα ρίξουμε όλα στο βρόντο. Το κυρίαρχο μοτίβο στα ποιήματα του βιβλίου είναι η θυματοποίηση του ατόμου μέσα στον έρωτα. Στα περισσότερα δε εξ ‘ αυτών, αυτή η θυματοποίηση γέρνει προς την πλευρά των ανδρών και με αυτόν τον τρόπο αποδίδεται εύστοχα η ιδιοσυγκρασία του αρσενικού στην αντιμετώπιση του πόνου. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν γυναίκες - θύματα στον έρωτα, αλλά είναι απόλυτα λογικό ο ποιητής να ταυτίζεται περισσότερο με το δικό του γενετήσιο φύλλο. Εξάλλου δεν είναι λίγες οι φορές που με έξοχους στίχους εξυμνεί την ομορφιά και τις χάρες της γυναίκας, ισορροπώντας την κατάσταση και θυμίζοντας την υπέροχη επτανησιακή ποίηση. Άλλωστε κάπου εκεί βρίσκονται και οι δικές του ρίζες…

Ο Χρήστος Σκιαδαρέσης περιγράφει και σκιαγραφεί τις ανθρώπινες συμπεριφορές μέσα σε μια σχέση. Υπάρχουν εκείνοι που εξαπατούν το ταίρι τους, εκείνοι που το απορρίπτουν ή εκείνοι που το καταπονούν ψυχικά. Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που εκτιμούν, που αγαπούν με πάθος και είναι έτοιμοι να θυσιαστούν.  Και πράγματι ο έρωτας και η αγάπη, ως ζωντανοί οργανισμοί, μπορούν να μεταλλαχθούν, να γίνουν ανιαροί με τα χρόνια ή να ισχυροποιηθούν. Αρκεί εμείς να έχουμε τα εφόδια να τα χειριστούμε με σύνεση και σταθερότητα και να μην παρασυρθούμε από το πονηρό τους χαμόγελο. Γιατί όπως λέει κι ο ποιητής:

 


Το ΑΓΑΠΩ είναι η πιο μαυλίστρα επωδός φεύγοντος πόθου.

Από το Άλφα της στέρησης ως το Ωμέγα της ωδίνης.

 

 

 

 


Αλέξανδρος Ακριτίδης

Λογοτέχνης - Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών

 

 

 

 


Μυθιστόρημα - Εκδόσεις Οσελότος

Το μυθιστόρημα «Σε δέκα χρόνια» του Χάρη Βαφόπουλου, από τη Θεσσαλονίκη, είναι μια νέα διαφορετική πρόταση στα Ελληνικά γράμματα.

Στο μυθιστόρημα περιγράφεται κυρίως ο εσωτερικός κόσμος ενός άνδρα, ο οποίος ακροβατεί ανάμεσα σε δυο συνισταμένες. Στην ήρεμη και γραμμική ζωή του έγγαμου βίου και την ψυχοφθόρα ανάμνηση ενός φλογερού έρωτα του παρελθόντος. Η διαφορά ανάμεσα στην ισορροπημένη σύζυγο και την παθιασμένη για ζωή πρώην ερωμένη ανάγεται κυρίως στον σεξουαλικό τομέα.  Το βιβλίο αυτό περιγράφει με μεγάλη ακρίβεια την ιδιοσυγκρασία των περισσότερων αντρών, όταν τους ασκείται ψυχολογική επιρροή από μια «έμπειρη» γυναίκα που ζει τον έρωτα χωρίς ταμπού και κοινωνικούς ενδοιασμούς.

Η αφήγηση κινείται σε δυο παράλληλους δρόμους, τόσο διαφορετικούς, που η ενδεχόμενη ένωσή τους μπορεί να είναι καταστροφική. Στον έναν δρόμο, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, Άρης, φαίνεται να έχει πραγματοποιήσει ένα γάμο απλά για να τηρήσει και να ευθυγραμμιστεί με τα κοινωνικά στερεότυπα, που θέλουν τον άνθρωπο να παντρεύεται και να κάνει οικογένεια. Η συμβίωση ωστόσο με τη γυναίκα του αναδεικνύει μια παντελή έλλειψη επικοινωνίας και μια μονότονη καθημερινότητα χωρίς ελπίδες ανάκαμψης. Η αποδοχή, για εκείνον, του έγγαμου βίου και το άγχος της επερχόμενης πατρότητας σκοτώνουν κυριολεκτικά τα «θέλω» του, στα οποία μοιάζει ανήμπορος να αντιδράσει. Στον άλλο δρόμο, η ανέμελη Ρόζα, αχόρταγη για έρωτα και ηδονικές στιγμές, αλλάζει τους εραστές σαν τα πουκάμισα αφήνοντας συχνά πληγές στον ψυχικό τους κόσμο. «Δολοφόνο ψυχών» την χαρακτηρίζει ο συγγραφέας αν και όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι η βιτρίνα μιας προσωπικότητας που ουσιαστικά δεν τα έχει βρει με τον εαυτό της.

Η υπόθεση του Άρη και της Ρόζας θυμίζουν εκείνη του Μίλτου και της Στέλλας, στη σπουδαία ταινία του Κακογιάννη. Αν δεν μπορεί να την χαίρεται εκείνος τότε δεν πρέπει να την χαίρεται κανείς. Ο Μίλτος (Γιώργος Φούντας) σκοτώνει την Στέλλα (Μελίνα Μερκούρη) τιμωρώντας την για τα «παράλογα» πάθη της. Αντιστοίχως και ο Άρης σκέφτεται να κάνει το ίδιο, αλλά στο τέλος τα σχέδια ανατρέπονται και δίνεται ένα εναλλακτικό και άκρως λυρικό φινάλε. Με την τεχνική της αποκαθήλωσης του ήρωα, οι ισορροπίες στο τέλος επανέρχονται.

Θα έλεγα ότι το μυθιστόρημα αυτό, το χαρακτηρίζει η ρεαλιστική του γραφή, που θαρρείς πως επιδιώκει να ξεπεράσει τα ανεκτά για τον αναγνώστη όρια. Σαφώς και εντοπίζονται και χυδαϊσμοί σε ορισμένα σημεία, αλλά μέσω αυτών επιτυγχάνεται η καλύτερη σκιαγράφηση μιας γυναίκας – λολίτας, όπως ήταν η Ρόζα αλλά και η υποσυνείδητη σκέψη του άνδρα που γίνεται «θύμα» μιας τέτοιας ύπαρξης.

Το βιβλίο αυτό είναι μια αληθοφανής εικόνα του «αντρικού κόσμου» και εντέλει σ’ αυτόν επικεντρώνεται. Η τομή που πετυχαίνει στη συνείδηση του αρσενικού-κυνηγού είναι αρκετά επιτυχημένη. Οι μόνες ενστάσεις μου γι’ αυτό το πρώτο έργο του Χάρη Βαφόπουλου έχουν να κάνουν με την σχετικά αργή πλοκή, η οποία βαραίνει από τις πολλές επαναλαμβανόμενες σκηνές και συζητήσεις μεταξύ φίλων. Θα ήθελα το έργο αυτό να ήταν αρκετά πιο γρήγορο και ειλικρινά είχε όλα τα εχέγγυα να γίνει. Ωστόσο είναι σεβαστές οι επιλογές του κάθε συγγραφέα.

Θέλω να συγχαρώ τον Χάρη Βαφόπουλο γι’ αυτήν την πρώτη του προσπάθεια και χάρηκα ιδιαίτερα που είδα άλλη μια συγγραφική προσωπικότητα της Βόρειας Ελλάδας να εμφανίζεται στο προσκήνιο.

 

 

 

 

Αλέξανδρος Ακριτίδης

Λογοτέχνης - Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών

 

 

 



Ποίηση  (Αυτοέκδοση)

«Ένα μικρό θα παραμείνω χαμομήλι» ονομάζεται η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μουφτόγλου από τη Θεσσαλονίκη. Η πρώτη φορά που ήρθα αντιμέτωπος με την ποίηση του κύριου Μουφτόγλου ήταν μέσω της διάκρισής του στον 1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης, που είχε διοργανώσει ο Λαογραφικός Όμιλος Μελίκης και Περιχώρων, στον οποίο ήμουν μέλος της κριτικής επιτροπής.

Ο Λευτέρης Μουφτόγλου είναι ένα λαϊκός ποιητής που καταγράφει οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του με έναν ξεχωριστό και γλαφυρό τρόπο. Γράφει κυρίως με μέτρο και ομοιοκαταληξία, ενώ τρέφει ιδιαίτερη αδυναμία στον σατιρικό στίχο. Αποτελεί ένα όμορφο ποιητικό κράμα, έχοντας τον λυρισμό και τη μελωδία της Επτανησιακής Σχολής αλλά και το χιούμορ του Γιώργου Σουρή. Πολλές φορές κατά την ανάγνωση, νόμιζα ότι διάβαζα την πολιτική και αθλητική ανασκόπηση κάποιων γεγονότων, δοσμένα ποιητικά, αλλά και με δημοσιογραφική διάθεση. Σε άλλα σημεία όμως εμφανίζει ένα διαφορετικό πρόσωπο, όπου εξυμνεί τον έρωτα, νοσταλγεί τη νιότη, εξιστορεί περιστατικά του παρελθόντος και σχολιάζει την επικαιρότητα.

Σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή του τα παιδιά και τα εγγόνια του, που με έγνοια και τρυφερότητα, τους αφιερώνει αρκετά λόγια αγάπης. Αναλογιζόμενος τον χρόνο που περνά, αναδύει κάποιες ρομαντικές εκφάνσεις της ζωής του, στιγμές αγάπης και νεανικής ενέργειας. Λατρεύει την Ιστορία και αγαπά με πάθος τη χώρα του και τη Μακεδονία. Νιώθει υπερήφανος για τις μεγάλες στιγμές των ελλήνων ηρώων του Μεσολογγίου και του έπους του 1940. Γράφει το ύστατο κατευόδιο σε φίλους και γνωστούς, που έχουν φύγει από τη ζωή, όπως ο ποιητής μας Τάκης Βαρβιτσιώτης, που είχα κι εγώ την τιμή να γνωρίσω κάποτε… Συμπονάει τον πλησίον, όταν η μπόρα του χτυπάει την πόρτα και υμνεί τις χαρές του αιώνιου έρωτα.

Μεγαλύτερο όμως μέρος στη συλλογή του αφιερώνει στην πολιτική σάτιρα και τον αθλητισμό, έχοντας άλλωστε για χρόνια την εμπειρία της δημοσίευσης σατιρικών  ποιημάτων σε εβδομαδιαία αθλητική εφημερίδα. Κανείς πολιτικός δεν γλιτώνει από την πένα του, από όποιο χώρο κι αν προέρχεται. Πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα που στιγμάτισαν τον τόπο και περιστατικά που έμειναν για χρόνια στη μνήμη των ανθρώπων. Η πρωτομαγιά του 1982, τα σκάνδαλα του 1987, οι εκλογές του 1989, η αναζήτηση της 17 Νοέμβρη, οι πολλοί «Κωστάδες» της πολιτικής σκηνής, το φλέγον ζήτημα των ταυτοτήτων, η υπόθεση Γούκου, η Ελλάδα του σήμερα με τα μνημόνια.

Όλη αυτή η σάτιρα ωστόσο, γίνεται με όμορφο και ευγενικό τρόπο, που να μην προσβάλει και πληγώνει κανέναν. Ο Λευτέρης Μουφτόγλου είναι ένα αγνός ποιητής της Θεσσαλονίκης και έτσι επιθυμεί να παραμείνει για πάντα. Άλλωστε αυτό υποδηλώνει και με τον τίτλο της συλλογής του…


Δείγμα Γραφής:


Δυο πουλιά


Ήταν δυο μικρά πουλιά

σε μιας μάνας αγκαλιά,

τρισευτυχισμένα.

Δύσκολοι πολύ καιροί,

φτώχεια υπήρχε τρομερή,

μα, αυτά ενωμένα.


Μεγάλωναν τα πουλιά

στη φτωχή τους τη φωλιά,

μπόρες, καταιγίδες.

Τη ζωή είχαν μπροστά

κι' όλα τά βλεπαν σωστά,

όνειρα κι' ελπίδες.


Χίλιες δύο συμφορές,

μα, κι’ ανείπωτες χαρές,

όλα τα γεύτηκαν.

Μα, ήρθε η κακιά στιγμή,

όπου θέλοντας και μη,

αποχωρίστηκαν.


Το ένα πέταξε ψηλά,

με τους άγγελους μιλά,

στ’ ουρανού τα πλάτη.

Τ’ άλλο έμεινε στη γη,

περιμένοντας να βγει

της ζωής η απάτη.


Τ’ άλλο έμεινε στη γη

με μια απέραντη πληγή

στης ψυχής τα βάθη.

Και το κλάμα του βουβό

για ένα όνειρο ακριβό,

όνειρο που εχάθη.

 

 

 

Αλέξανδρος Ακριτίδης

Λογοτέχνης - Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών

 

 

 


Ποίηση - EKSTASIS EDITIONS

Ο «Υπεράνθρωπος» του Μανώλη Αλυγιζάκη είναι από τα πιο δύσκολα και φιλοσοφημένα έργα που έχω συναντήσει. Και πώς να μην είναι άλλωστε, εφόσον ταυτίζεται με τον Υπεράνθρωπο του Νίτσε, τόσο σε πλοκή όσο και σε νοήματα. Ο ποιητής «παίζει» με τις συμβάσεις καθώς σχετίζει τον Υπεράνθρωπο, αφενός μεν με την πραγματική διάσταση που του δίνει ο Γερμανός φιλόσοφος, αφετέρου δε με την παρερμηνεία που του έδωσαν οι Γερμανοί εθνοσοσιαλιστές, με τα τραγικά αποτελέσματα που ακολούθησαν για όλη την ανθρωπότητα.

Πριν λοιπόν περιγράψουμε τον Υπεράνθρωπο του Μανώλη Αλυγιζάκη, ας δούμε εν συντομία τι προσδοκούσε ο Νίτσε με αυτό του το σύγγραμμα. Με πολύ απλά λόγια ο Νίτσε έθετε τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τις ευθύνες του και τις δυνατότητές του, που αν τις χειριζόταν ορθά, θα μπορούσε να υπερπηδήσει κάδε εμπόδιο. Με κύριο μοχλό τη σωστή χρήση της λογικής και του ενστίκτου θα μπορέσει να ζήσει σε μια κοινωνία ισότητας και ελευθερίας, όπου ο καθένας θα είναι ο κύριος του εαυτού του. Βέβαια ο Νίτσε δεν περιέγραψε την ηθική διάσταση του Υπεράνθρωπου, καθώς ήρθε να αναπληρώσει (όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας) το κενό της εξουσίας και της Θεϊκής ανυπαρξίας. Ο Υπεράνθρωπος λοιπόν λυτρωτής, υπέρμαχος της ηθικής αλλά και λίγο ανεξέλεγκτος, όσον αφορά τα απώτερα σχέδιά του για τον κόσμο, που επίσης παραμένουν ασαφή…

Το δίγλωσσο αυτό βιβλίο (Ελληνικά-Αγγλικά) χωρίζεται σε τρεις ενότητες και είναι γραμμένο με ένα στυλ που θυμίζει περισσότερο πεζογράφημα, παρά ποίηση. Στο πρώτο μέρος, την Άλικη Αυγή, ο άνθρωπος ανεξαρτητοποιημένος από τις δεσμεύσεις της θρησκείας, αποφασίζει να βαδίσει βασισμένος στις δικές του δυνάμεις και να απαλλαγεί από τα σαγόνια του συστήματος. Μέσα σε μια καταρρέουσα κοινωνία και σε μια οικογένεια που χάνει την αρχέγονη σημασία της, το άτομο οφείλει να αποδεχτεί την ανθρώπινη ματαιότητα. Και αν καταφέρει να το επιτύχει αυτό, τότε θα αναγνωρίσει την αξία των απλών πραγμάτων, της φύσης και των αθώων στιγμών της παιδικής του ηλικίας. Την ιδιαίτερη βαρύτητα που μπορεί να έχει μια λέξη, μια φιλοφρόνηση, μια αξιέπαινη πράξη. Ο ανυπεράσπιστος, μπροστά στο θάνατο, άνθρωπος, νωχελικά περίμενε την «ανάστασή» του, χωρίς καμία προσπάθεια να αποβάλει το ναρκισσισμό και την ανευθυνότητα από το «είναι» του. Και έτσι, μακριά απ’ τον Θεό του και την πίστη του, οδηγήθηκε στον όλεθρο και την καταστροφή. Με ορμητήριο την άγνοια θεώρησε πως μπορούσε να διαπρέψει και να μεγαλουργήσει.

Πώς λοιπόν ο άνθρωπος θ’ αλλάξει προς το καλύτερο; Με αυτογνωσία, με σημασία στα απλά καθημερινά πράγματα, με σωστό υπολογισμό των θετικών και αρνητικών παραμέτρων, που επηρεάζουν τη ζωή του. Σ’ αυτό το σημείο προαναγγέλλεται και η άφιξη του Υπεράνθρωπου στους ανθρώπους, που η πίστη και η αφοσίωση στο πρόσωπό του, πάλι πήγαζε από την κούφια αυτοσυνειδησία τους. Προσπαθώντας να του δείξουν ότι είναι γνώστες και ανθεκτικοί στα δύσκολα, υποτάχθηκαν αμέσως στα κηρύγματά του. Και εκείνος, ο Υπεράνθρωπος – τύραννος (όπως τον αποκαλεί ο ποιητής) άρπαξε την ευκαιρία να ελέγξει πλήρως τις φοβισμένες συνειδήσεις τους. Έξυπνος, λαοπλάνος, ετοιμόλογος, ήταν ο μόνος που αντιλαμβανόταν τα ανθρώπινα λάθη και ο μόνος που μπορούσε να τα υποτάξει. Χωρίς να τιμωρεί και να ζητάει ανταλλάγματα, μαθημένος να συγχωρεί, δίδασκε την αρετή και την ισορροπία. Η πρώτη ενότητα κλείνει με τη δήλωση υποταγής από τους ανθρώπους στο πρόσωπό του, γεγονός που τον ικανοποιούσε απόλυτα…

Στο δεύτερο μέρος, το Πύρινο Μεσημέρι, ο Υπεράνθρωπος αρχίζει πλέον να εκφράζεται και να «κηρύττει» την ιδεολογία του. Αρχίζει δηλαδή να δείχνει το αληθινό του πρόσωπο. Ο ποιητής εναλλάσσει μια σειρά ανθρώπων μπροστά από το οπτικό πεδίο του Υπεράνθρωπου και των πιστών του, αφήνοντάς τον να ξεδιπλώσει τη φιλοσοφία του για τον κόσμο. Ανάμεσα σ’ αυτούς που συναντούν, ένας ζητιάνος, ένας τσιγκούνης γέρος, ένας γελωτοποιός, ένας ξεπεσμένος βασιλιάς...

Ο Υπεράνθρωπος, γνωρίζοντας καλά τα ανθρώπινα πάθη, κηρύττει τα πιστεύω του και εκφράζει τις προτιμήσεις του. Του αρέσουν, για παράδειγμα, όσοι ζουν χωρίς νόημα και στόχους, όσοι περιφρονούν τα πάντα, όσοι δεν θυσιάζονται για τίποτα, όσοι με τις πράξεις τους τον φέρνουν πιο κοντά στην κυριαρχία, όσοι συγκεντρώνουν γη και χρήμα, ώστε κάποτε να τα δρέψει εκείνος, όσοι προσποιούνται πως δεν φοβούνται, όσοι κυνηγούν μια ανέφικτη αρετή, όσοι κουβαλούν για πάντα τις πληγές μέσα τους, όσοι χρησιμοποιούν τη Θεϊκή οργή για να λύσουν τα προβλήματά τους, όσοι γενικά με τις αποφάσεις και τις πράξεις τους οδηγούνται στην καταστροφή. Και όλα αυτά που του «αρέσουν», ίπτανται πάνω από τα κεφάλια των πιστών του. Αυτών που, χωρίς θρησκεία πλέον, έρχονται αντιμέτωποι με το χάος που οι ίδιοι δημιούργησαν στον κόσμο. Αυτών που αφαίρεσαν τη σοφία από τη σκέψη τους και τον έβαλαν «επιπόλαια» στα σπίτια τους. Αυτών που ήταν ονειροπόλοι και αυτάρεσκοι, μοναχικοί και υπερόπτες. Αυτών που ξέχασαν από πού προήλθαν και αθώοι έπεσαν στα νύχια του νέου ηγέτη. Μα η αμέριστη χαρά τους για εκείνον, που θα άλλαζε τον κόσμο, καταχωνιάστηκε γρήγορα, όταν αντιλήφθηκαν πως όλα γύρω καταστρέφονταν και πως ξανά το ψέμα κυριαρχούσε. Τελικά αντιλήφθηκαν πως και πάλι εκείνοι πολεμούσαν τον ίδιο τους τον εαυτό συνεργώντας στη δημιουργία της κόλασης και στην ενδυνάμωση του Υπεράνθρωπου.

Στο τρίτο και τελευταίο μέρος, το Φλογερό Δείλι, γίνεται ο απολογισμός των πεπραγμένων από τη συμβίωση κοντά στον Υπεράνθρωπο. Οι άνθρωποι στράφηκαν να μισήσουν τους πάντες και έγιναν γεφύρι για περάσει εκείνος από πάνω τους και να πετύχει τους στόχους του. Έμειναν γυμνοί και είδαν τα πάντα να κυριεύονται από την απληστία και τη διάλυση. Είδαν ξανά έναν κόσμο να μην έχει σκοπό να αλλάξει και να ακολουθεί κίβδηλους ηγέτες που μοιράζουν ψεύτικες υποσχέσεις.

Η τελευταία περιήγηση με τον Υπεράνθρωπο πραγματοποιείται μπροστά από συγκεκριμένους ανθρώπους, που επιλέγονται κυρίως λόγω της ιδιότητάς τους. Ένας Έπαρχος, ένας νεκροθάφτης, ένας δάσκαλος, ένας ζωγράφος, ένας Στρατηγός, ένας ποιητής, ένα αγγειοπλάστης, ένας χορευτής. Κάποιοι πραγματικοί Υπεράνθρωποι γι’ αυτά που πετυχαίνουν με τα έργα και τις ικανότητές τους και κάποιοι ανίκανοι να γίνουν Υπεράνθρωποι λόγω των αδυναμιών τους.

Ο ποιητής Μανώλης Αλυγιζάκης “τεστάρει” ανθρώπινες αντοχές και όρια. Υποδεικνύει νοήματα, αφήνοντας τον αναγνώστη να προβληματιστεί και, γιατί όχι, να αφυπνιστεί. Ο καθένας μπορεί να γίνει Υπεράνθρωπος στον τομέα του αρκεί να πιστέψει στις δικές του δυνάμεις και δεξιότητες. Ακόμα και οι οπαδοί “του δικού του” Υπεράνθρωπου, στο τέλος, αναβαπτισμένοι από όσα βίωσαν και είδαν, αποφάσισαν να ξυπνήσουν και να μην ξαναγίνουν θύματα του συστήματος. Ο ποιητής τονίζει πως είναι πολύ μικρές οι αποστάσεις που χωρίζουν τα αντιθετικά δίπολα. Η αλήθεια από το ψέμα, η πίστη από την αθεΐα, η εμπιστοσύνη από την καχυποψία, η ζωή από τον θάνατο. “Όλα” είμαστε εμείς οι ίδιοι, αρκεί να κατανοήσουμε το δικό μας αληθινό “εγώ” και ανάλογα να το χρησιμοποιήσουμε. Άρα Υπεράνθρωπος μπορεί να είναι ο καθένας μας που παλεύει για το κάτι παραπάνω με όλες του τις δυνάμεις, αλλά και κάποιος που παίρνει (αδικαιολόγητα) δύναμη από την απραξία μας και μας οδηγεί σε λάθος μονοπάτια (παράδειγμα γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού).

Κλείνοντας, θέλω να δηλώσω, πως απ’ τη στιγμή που έπιασα στα χέρια μου αυτό το βιβλίο, κατάλαβα πως ήρθα αντιμέτωπος με ένα πραγματικά μεγαλειώδες έργο. Και γι’ αυτό οφείλω να ευχαριστήσω μέσα από την καρδιά μου τον δημιουργό του για την εμπιστοσύνη του. Ο Μανώλης Αλυγιζάκης, Έλληνας κάτοικος του Καναδά, αποδεικνύει πως η ελληνική λογοτεχνική δημιουργία του εξωτερικού, βρίσκεται σε υψηλότατα επίπεδα…

 

Δείγμα γραφής:


Επωδός


Εμείς οι ηγέτες κι εμείς που ακολουθούμε

οι τυφλοί φονιάδες και τα τυφλά θύματα


Εγώ ο άθεος κι εγώ ο ευλαβής

ο πλούσιος και ο αποθαρρυμένος


Εμείς οι εγωϊστές κι εμείς οι ταπεινοί

οι σύμμαχοι και οι αντίπαλοι


Εγώ η γνώση κι εγώ η άγνοια

ο μεγαλοπρεπής κι ο άθλιος


Εμείς οι ονειροπόλοι εμείς κι οι ονειρομάντες

οι αιώνεια περιπλανώμενοι και οι οικόσιτοι


Εγώ το σπουδαίο σύμφωνο εγώ και το φωνήεν

ο αχανής ωκεανός και το κρυφό ακρογιάλι


Εμείς οι πρίγκιπες κι εμείς οι επαίτες

οι μισαλλόδοξοι κι οι αλτρουϊστές


Εγώ ο ήρωας κι εγώ ο προδότης

ο ερπόμενος κι ο αετός


Εμείς τα πρόβατα εμείς και τα λιοντάρια

οι κοινωνικοί κι οι ασκητές


Εγώ το ελεύθερο πνεύμα κι εγώ ο φανατικός

ο ορθοστατών κι ο σκούληκας


Εμείς οι ανθρωποκεντρικοί και τ’ ανθρωποειδή

οι αυταρχικοί κι οι μαριονέττες


Εγώ του Θεού παιδί και συγγενής διαβόλου

ο επίμοχθος εργάτης κι ο τεμπέλης


Εμείς οι μύστες κι εμείς οι μυημένοι

εμείς οι σχοινοβάτες κι εμείς οι Υπεράνθρωποι.

 

 

 

Αλέξανδρος Ακριτίδης

Λογοτέχνης - Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών

 


Poetry, EKSTASIS EDITIONS

Ubermensch, by Manolis Aligizakis is the most difficult and most philosophical poetry book I have come across. And rightfully so since it is identified with Nietzsche’s “Ubermensch” so much in the plot as much in the concepts. The poet “toys” with the various conventions as he firstly relates Ubermensch to true dimension given to him by the German philosopher and secondly to the misinterpretation given to the concept by the German ‘national-socialists’ with the horrible results that followed and affected the whole world.

Before we describe Manolis Algizakis’ Ubermensch, let us quickly look at what Nietzsche anticipated from his treatise. In simple words Nietzsche posited man opposite his abilities and responsibilities which should he had used wisely, he could overcome every obstacle. With the right use of his logic and his instinct as his primal levers man can live in a free and just society where everyone is master of himself. Nietzsche, of course, never described the moral dimension of Ubermensch, as the author claimed, as he appeared to fill the void created by the lack of authority and the Death of God. Ubermensch therefore is a redeemer, defender of morality but at the same time uncontrollable, as far as it concerns his ulterior plans for the world that remain vague…

This book published in both Greek and English consists of three parts and the style of writing is closer to prose than poetry. In the first part “Red Dawn”, man being free from all religious obligations decides to walk the earth based on his strength and wants to get rid of his ties to the system. In a collapsing society and in a family that loses its primal meaning a person needs to accept human futility and if successful man will then recognize the importance of simple things such as nature and the innocent moments of childhood, the weight hidden in a word, in a compliment, in a gesture worthy of praise. The defenseless, before death, man waits languidly for his “resurrection”, without any effort to rid of his narcissism and irresponsibility. Thus, away from his God and his beliefs, man was led to his oblivion. But with ignorance as his point from where he commences his charge he can achieve greatness and he can excel.

How then can man change to the better? With self-knowledge, with paying attention to the importance of everyday events, with the right reflection of the positive and negative parameters that influence his life. At this point the appearance of Ubermensch among the people is announced who with the people’s devotion, again he sprang out of their self-consciousness. By trying to prove to him that they’re knowledgeable and can endure hardship they succumb to his preaching. And Ubermensch—the tyrant (as the poet calls him) opportunist as he is started to fully control their fearful consciousness. Smart, demagogue, witted he was the only one who could sense the human mistakes and him alone could subjugate them. Never punishing and never asking for something in return, known to forgive, he preached morality and balance. The first part closes with the people’s declaration of obedience, event that satisfied him to the fullest…

In the second part, “Fiery Highnoon”, Ubermensch begins the true preaching of his ideology. In fact he starts to reveal his true self. The poet presents before the eyes of Ubernmensch and his followers a series of men letting Ubermensch unfold his philosophy to the world. Among these men are: a beggar, an old miser, a jester, a decadent king…

Ubermensch, familiar with the human passion preaches his beliefs and presents his preferences. He likes for example those who live with no goals, meaninglessly, who disdain everything, who don’t sacrifice themselves for anything, those who with their acts bring him closer to his dominance, the ones who amass money and land which he’ll at some future day take from them, the ones who pretend they are not afraid, those who chase an unaccomplished morality, those who forever carry their wounds deep inside them, those who use the power of God to solve their problems, those who because of their deeds and decisions are led to their destruction. And all these, whom “he likes” hover over the heads of his followers, his followers who without religion stand opposite the chaos they brought unto the world; those who foolishly and without reservation accepted him into their houses; those dreamers, the self- absorbed, the loners and the arrogant. Those who forgot where they came from and they fell innocently in the pangs of the new leader. However their wholehearted joy for him, who would change the world, soon disappeared when they sensed that everything around them was ruined and again the lie was dominant. Finally they understood that again they were the ones who fought against themselves while contributing to the creation of their own hell thus empowering Ubermensch.

In the third part of the book, “Conflagrated Dusk”, an evaluation of what transpired in the people’s lives while they lived along the Ubermensch takes place. Men had decided to hate everybody and become the bridge upon which Ubermensch would pass in order to achieve his goals. They were left naked and they witnessed the masses to be overtaken by greediness and dissolution. They again came across a world that didn’t like to change and only kept on following false leaders who promised hollow rewards.

The last journey with Ubermensch takes place before certain men who are chosen because of their attributes: an Eparch, an undertaker, a teacher, a painter, a general, a poet, a potter and a dancer. Each of them is to a certain extend an Ubermensch, because of what they create in their fields and because of their abilities while others are incapable of becoming Ubermenschen because of the weaknesses.

The poet, Manolis Aligizakis, tests human endurances and bounds. He underscores concepts that leave the reader with questions and why not, with an awakening. Everyone can be an Ubermensch in his field as long as he can rely on his own strengths and skills. Even the supporters of Manolis Aligizakis’ Ubermensch, at the end, rejuvenated by what they lived through experience, they decided to wake up and never to become again victims of the system. The poet underlines that the distance between the opposite polarities is very small: between a truth and a lie, between a belief and atheism, trust and suspicion, life and death. “Everything” is we as long as we understand our true self and we live in relation to that. Therefore every one of us can be an Ubermensch when we fight with all our strength for something higher and at the same so does the one who acquires (quite unjustly) power from the weakness of others and leads the rest in the wrong path (for example the German social-nationalism).

In conclusion I would like to underscore that from the moment I received and opened this book I understood I was before a truly great accomplishment. And for this I owe a big “thank you” to Manolis Aligizakis, the poet, for his trust in me. Manolis Aligizakis, a Greek—Canadian citizen, proves that Greek literature outside Greece is of the highest quality.

 

Example of the Manolis’ writing is the following poem:


Epode


We the leaders and we the followers

the blind killers and the blind victims


I the atheist and I the pious

the filthy rich and the despondent


We the egotistical and we the humble

the allies and the enemies

 

I the knowledge and I the ignorance

the palatial and the squalor


We the dreamers and we the dreamless

the forever roamers and the domesticated


I the important consonant and I the vowel

the wide ocean and the secluded cove


We the princes and we the beggars

the bigots and the altruists


I the hero and I the traitor

the serpent and the eagle


We the sheep and we the lions

the socialites and the hermits


I the free spirited and I the fanatic

the man erectus and the worm


We the anthropocentric and we the anthropoid

the autocratic and the marionettes


I the child of God and Devil’s cousin

the arduous worker and the tedious

 

We the initiates and we the initiated

the ropewalkers and the Übermenschen

 

 


Alexander Akritidis—Writer, University Graduate with a Diploma in Humanities


Ποίηση - Εκδόσεις Λεξίτυπον

Η πρώτη μου επαφή με την ποίηση της Μαρίνας Αποστόλου, αποτέλεσε μια ευχάριστη εμπειρία. Γιατί, όπως έχω ομολογήσει κατ’ εξακολούθηση, μου αρέσουν οι άνθρωποι που εκφράζονται λιτά και έξυπνα, χωρίς να επιδιώκουν να εντυπωσιάσουν με πομπώδεις εκφράσεις και ακατανόητες λέξεις. Απέριττος είναι επίσης και ο τίτλος της συλλογής, η οποία συστήνεται με τη λέξη «ποίηση».

Κάποια ποιήματα αναφέρονται στους ποιητές και στο ήθος που οφείλουν αυτοί να έχουν μέσα στο λογοτεχνικό κόσμο. Στην Μαρίνα Αποστόλου δεν αρέσει η έπαρση, δεν την συγκινούν οι μεγάλοι τίτλοι, δεν την αγγίζουν οι δόξες. Για εκείνη, σημασία έχει να ζεις τη στιγμή και να ανακαλύπτεις την ομορφιά μέσα σε απλά καθημερινά πράγματα. Όπως πολύ σωστά υπενθυμίζει, ο ποιητής πρέπει να κρατά πάντα μέσα του τις παιδικές του αξίες και να μην ξεχνάει ποτέ το πώς ξεκίνησε, ασχέτως με το πού έφτασε. Σε γενικές γραμμές ωστόσο θεωρεί ότι η λογοτεχνία στη χώρα μας διανύει μια «μαύρη» περίοδο, εφόσον κυβερνάει η προχειρότητα και η υποκουλτούρα. Μια περίοδος που όλοι έχουν κλείσει τα αυτιά τους στις φωνές των αυθεντικών ποιητών, οι οποίοι εμφανώς έχουν περιθωριοποιηθεί…

Κατ’ επέκταση, η τραγική κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, σε συνδυασμό με την  αναμενόμενη αστική πίεση, προκαλούν στην ποιήτρια έντονο προβληματισμό και πόνο. Γιατί, κακά τα ψέματα, ζωή είναι οι εικόνες που εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας. Και τι είναι αυτό που βλέπει; Οι έντονες οικονομικές αντιθέσεις, η φίμωση των τολμηρών φωνών, η χειραγώγηση των μαζών, η έλλειψη σημαντικών παρεμβάσεων από θεσμούς, όπως το κράτος και η Εκκλησία, η επικράτηση της παρακμής και της βίας. Πώς λοιπόν θα βρει ο πολίτης το θάρρος ν’ αντιδράσει; Πώς αυτή η κρίση αξιών δεν θα πληγώσει τα τόσα νεανικά όνειρα; Πώς θα πάψουμε, παρόλα τα χτυπήματα, να κυνηγούμε μια ουτοπική – υλιστική ζωή;

Η Μαρίνα Αποστόλου θεωρεί, και όχι άδικα, πως όλα πηγάζουν από την έλλειψη αλληλεγγύης μεταξύ των μικρομεσαίων στρωμάτων, που είναι και τα κυρίως θύματα της κρίσης. Σε ένα υπέροχο ποίημα τονίζει (όπως και ο Ξηλούρης) πως τελικά αντί ν’ αντιδράσουμε απέναντί σ’ εκείνους που πρέπει, κατάφεραν να μας βάλουν να αλληλοφαγωθούμε μεταξύ μας.


Φαρμάκι από όλους για όλους

Στα φτωχά σπίτια

Στις ταπεινές δουλειές…


Ακόμα και ο άστεγος έχει αηδιάσει από το ψεύτικο ενδιαφέρον και την προσποίηση του κόσμου τούτου, απέναντι στο πρόβλημά του, και τους φωνάζει να τον αφήσουν ήσυχο. Αντιστρέφοντας σαφώς την οπτική γωνία, από εκείνον στους «άλλους», στους οποίους βλέπει κι αυτός τόσα αρνητικά… μα σιωπά. Η ποιήτρια υπονοεί πιθανόν δύο πράγματα. Πρώτον πως συχνά οι άνθρωποι, καθησυχασμένοι στη θαλπωρή τους, δεν αντιλαμβάνονται πως ο κίνδυνος να τα χάσεις όλα, είναι πλέον υπαρκτός για τον καθένα και δεύτερον πως το ζητούμενο δεν είναι η ελεημοσύνη και η διάσωση, αλλά η πρόληψη, ώστε να μην δημιουργούνται τέτοια φαινόμενα….


Αφήστε με…εγώ δεν σας κοιτώ

Κρατήστε τον οίκτο σας, καταπιείτε μια φορά

τα λόγια σας για μένα και τους ομοίους μου…


Το βιβλίο περιλαμβάνει πάραυτα και κάποιες διαφορετικές αισθητικές πινελιές, όπως ο έρωτας, η αναπόληση, το άγχος του φευγαλέου χρόνου. Φωτεινές εικόνες από τη ζωή στα ελληνικά νησιά ή σκοτεινές εικόνες από τη ζωή στην πόλη. Αν και η ποιήτρια, όπως προανέφερα, προβληματίζεται έντονα από όσα συμβαίνουν, σε καμιά περίπτωση δεν φανερώνει καθολική απελπισία ή πεσιμισμό. Ίσα ίσα που μας παροτρύνει να μην βλέπουμε μόνο την αρνητική πλευρά της ζωής, αλλά να στρέφουμε τα αισθητήρια όργανά μας σε τόσα άλλα, που μπορούν να δώσουν χαρά στην ψυχή μας.

Στη ομορφιά της φύσης, στα χρώματα, στην παιδική αγνότητα, στα αγγίγματα, στη γοητεία του μυστήριου, στο άρωμα του χρόνου…

Έξοχο επίσης το ποίημα "les moins fortunés"  (Οι λιγότερο τυχεροί), που αναφέρεται σε όλον αυτόν τον αλλογενή και διαφορετικό πληθυσμό, που ζει στην αφάνεια, βιώνει την αδικία και την ανέχεια. Ένας πληθυσμός που δεν γελά ποτέ, δεν χαίρεται ποτέ, δεν ψάχνει τα κλειδιά για ένα χαμένο παράδεισο…

Η Μαρίνα Αποστόλου είναι μια ζωντανή φλέβα της εποχής της. Νιώθει, διαμαρτύρεται, κάνει τη δική της προσπάθεια αυτογνωσίας. Κι αν αποχαιρετάει συμβολικά τη “μεταλλαγμένη” πόλη της, που βρίσκεται σ’ αυτό το “ζοφερό μεταίχμιο”, όπως το αποκαλεί, δεν εγκαταλείπει την ελπίδα για ένα διαφορετικό αύριο.


ΚΑΠΟΤΕ ΑΝΑΡΩΤΗΘΗΚΕΣ  (ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ)

Αφιερωμένο στον ποιητή Νίκο Σφαμένο


Φίλε Νίκο,


Κάποτε θέλησες το θάνατο να ορίσεις

μέσα από τους στίχους σου

τι σημαίνει «πεθαίνω» να καθορίσεις

τον ανθρώπινο χαμό να εξηγήσεις

το στίγμα σου στο αέναο ερώτημα να αφήσεις.


Κοίτα γύρω σου, δες...

Άνθρωποι που πια δε χαμογελούν

Δεν ερωτεύονται

Δεν έχουν φαντασία, άσκοπα παιδεύονται

Φοβούνται να τολμήσουν

Αρνούνται να ζήσουν

Κλείνουν τις ψυχές τους σε τετράγωνα

Καλλιεργούν χωράφια άγονα

Ψεύτικες στιγμές, προεξοφλημένες ζωές

αποδείξεις απτές...


Αν δεν είναι όλα αυτά θάνατος, τι είναι;


 

Αλέξανδρος Ακριτίδης

Λογοτέχνης - Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών